Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα – Οι θέσεις του ΣΕΦ

Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) καλωσορίζει τη νέα προσπάθεια χάραξης μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής, αν και στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες έπεσαν στο κενό, αποτυγχάνοντας να αφουγκραστούν την πραγματικότητα της ενεργειακής αγοράς και να προβλέψουν επιτυχώς τις εξελίξεις.

Εκτιμώντας λοιπόν την προσπάθεια που καταβλήθηκε, ξεκινάμε από τα θετικά του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Τα θετικά σημεία

1. Όπως αναφέρει το ΕΣΕΚ, “οι εθνικοί στόχοι για την επόμενη δεκαετία, όπως αυτοί διερευνώνται αναλυτικά σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, έως το έτος 2030, είναι ενταγμένοι σε μία φιλόδοξη μακροπρόθεσμη στρατηγική η οποία στοχεύει να ελαχιστοποιήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το έτος Για το λόγο αυτό η διάσταση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί και την πρώτη και σημαντικότερη παράμετρο της δομής του ΕΣΕΚ”.

H θετική αυτή επισήμανση θα πρέπει να αντανακλάται βέβαια σε όλες τις αποφάσεις της   διοίκησης, οι οποίες συχνά αντιστρατεύονται τον παραπάνω στόχο και θέτουν αναίτια εμπόδια στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.

2. Στο ΕΣΕΚ διαπιστώνεται η δραστική μείωση του κόστους ορισμένων τεχνολογιών ΑΠΕ και συνομολογείται ότι η ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ (και ειδικότερα των φωτοβολταϊκών και των αιολικών) ικανοποιεί το κριτήριο της απομείωσης της όποιας επιβάρυνσης των καταναλωτών. Πράγματι, σήμερα οι νέοι φωτοβολταϊκοί και αιολικοί σταθμοί αποτελούν τη φθηνότερη ενεργειακή επιλογή, έχοντας αφήσει πίσω τις συμβατικές θερμικές μονάδες.

3. Τίθεται για πρώτη φορά ποσοτικός στόχος για τις Ενεργειακές Κοινότητες (υλοποίηση συμμετοχικών έργων ΑΠΕ άνω των 500 MW μέχρι το έτος 2030).

4. Ο προβλεπόμενος εξηλεκτρισμός διαφόρων χρήσεων (ηλεκτροκίνηση, αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με αντλίες θερμότητας), ως στρατηγικός στόχος πλέον, θα συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδίως των φωτοβολταϊκών. Το ΕΣΕΚ παρουσίασε ένα πιο φιλόδοξο οδικό χάρτη ανάπτυξης της ηλεκτροκίνησης σε σχέση με τον αναιμικό και εξωπραγματικά χαμηλό στόχο που υπήρχε μέχρι σήμερα.

5. Όπως αναφέρει το ΕΣΕΚ, “η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου αναφορικά με τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ με εφαρμογή στο σύνολο της επικράτειας με ξεκάθαρους κανόνες, κριτήρια και περιορισμούς είναι κρίσιμη για την υψηλότερη διείσδυση ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, η συνολική αναμόρφωση του αδειοδοτικού πλαισίου λαμβάνοντας υπόψη το νέο καθεστώς λειτουργικής ενίσχυσης και τις απαιτήσεις της νέας οδηγίας είναι επιτακτική, ενώ πληθώρα διατάξεων δύνανται να προσαρμοστούν στο αναμορφωμένο αδειοδοτικό πλαίσιο”.

Για πρώτη φορά γίνεται σαφής αποδοχή των θεμάτων που η αγορά φωτοβολταϊκών έχει θέσει επιτακτικά και αφορούν στην επικαιροποίηση και απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών και στην επίλυση θεμάτων χωροθέτησης. Στο ΕΣΕΚ δεν γίνεται βέβαια καμία σαφής αναφορά σε συγκεκριμένα μέτρα και ως γνωστόν ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Την επόμενη διετία πάντως το θέμα αυτό αναμένεται να είναι το πλέον φλέγον για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

6. Μία από τις πρόνοιες του ΕΣΕΚ είναι πως η τελική κατανομή της ισχύος αυτών των έργων σε επίπεδο τεχνολογίας μπορεί να διαφοροποιηθεί έως το έτος 2030. Ως εκ τούτου, περισσότερο από όλα, η απαίτηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στόχος και να επαφίεται στον ανταγωνισμό μεταξύ των τεχνολογιών ΑΠΕ για το ποια έργα και ποια ισχύς τελικά θα συνεισφέρει προς αυτόν τον στόχο”.

Ικανοποιείται ένα αίτημα του ΣΕΦ  να είναι ευέλικτο το ΕΣΕΚ ως προς τους τρόπους υλοποίησής του και όχι ένα άτεγκτο κείμενο που δεν προσαρμόζεται στην εκάστοτε πραγματικότητα των αγορών.

7. “Θα συνεχίσει να υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια για τις εγκαταστάσεις μικρής εγκατεστημένης ισχύος όπου και θα εφαρμόζεται η λειτουργική ενίσχυση τύπου σταθερής τιμής. Στο πλαίσιο αυτό ήδη αναπτύσσεται ειδικός μηχανισμός και διαδικασία παρακολούθησης, ώστε να προσαρμόζεται η τιμή αναφοράς της εκάστοτε τεχνολογίας και κατηγορίας σταθμών ΑΠΕ για έργα που ακόμη δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία, ανάλογα και με τις εξελίξεις στο χρηματοδοτικό κόστος, το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας των μονάδων αυτών”.

H ενίσχυση των μονάδων μικρής ισχύος αποτελεί πάγιο αίτημα της αγοράς και απαραίτητο όρο υγιούς ανάπτυξης του κλάδου. Χάρη στις μικρές αυτές εγκαταστάσεις μπορούμε να συντηρήσουμε περισσότερες θέσεις εργασίας και να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ο κλάδος των φωτοβολταϊκών.

Σημεία προς βελτίωση

1. Ενώ το ΕΣΕΚ θέτει ως πρωταρχικό στόχο της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής τη “βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα από το στάδιο της παραγωγής έως την τελική χρήση, προστατεύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής”, εν τέλει δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει στο σύνολό του αυτό τον στόχο.

Οι ποσοτικοί στόχοι που θέτει το ΕΣΕΚ δεν είναι συμβατοί ούτε με τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (βάσει της οποίας θα πρέπει να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα), ούτε καν με τους νέους Κοινοτικούς στόχους (μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 45% ως το 2030).

Είναι λοιπόν σαφές πως θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω προσπάθεια και πιο φιλόδοξοι ποσοτικοί στόχοι για να ικανοποιηθεί και στην πράξη ο υπέρτερος στόχος που είναι η αποτροπή της επικίνδυνης αποσταθεροποίησης του κλίματος της Γης, ενώ οι υπόλοιποι επιμέρους στόχοι (οικονομικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί) θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτή τη διεθνή προτεραιότητα.

2. Παρόλο που αναγνωρίζεται η ανάγκη και η σημασία της αποθήκευσης, καθαρά πολιτικοί λόγοι παραπέμπουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μετά το 2025. Οι πολιτικοί αυτοί λόγοι δεν είναι άλλοι από την ανάγκη να δικαιολογηθεί η λειτουργία λιγνιτικών μονάδων την περίοδο 2020-2040. Η αποθήκευση δεν χρειάζεται απλώς για να μειωθούν μελλοντικά οι τυχόν περικοπές στην εγχεόμενη ενέργεια από ΑΠΕ. Η γρηγορότερη ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης (ως στρατηγική επιλογή) θα καθιστούσε μη απαραίτητη τη συνέχιση της λειτουργίας λιγνιτικών σταθμών και θα έθετε επιπλέον περιορισμούς στη λειτουργία μονάδων φυσικού αερίου ήδη από τα επόμενα χρόνια. Σημειωτέον ότι ο στόχος για το 2030 (700 MW αποθήκευσης) είναι μόλις το 0,24% της εκτιμώμενης παγκόσμιας αγοράς το 2030. Προβλέψεις του Bloomberg New Energy Finance μάλιστα (Νοέμβριος 2018) εκτιμούν πως θα υπάρξει περαιτέρω μείωση κατά 52% του κόστους των συστημάτων αποθήκευσης την περίοδο 2018-2030.

Η εμπροσθοβαρής ανάπτυξη της αποθήκευσης, ήδη πριν το 2020, επιβάλλεται και από άλλους λόγους. Με την έναρξη λειτουργίας των αγορών που προβλέπει το Target Model, οι μονάδες ΑΠΕ θα πρέπει να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τις συμβατικές μονάδες στην χονδρεμπορική αγορά. Η αποθήκευση βοηθά να διευρυνθεί το χρονικό φάσμα εντός του οποίου οι μονάδες ΑΠΕ θα μπορούν να υποβάλουν προσφορές, μειώνοντας το ρίσκο συμμετοχής τους στην αγορά. Σε ότι αφορά τις μικρές μονάδες αποθήκευσης (“πίσω από τον μετρητή”), πέραν της ευελιξίας και ασφάλειας που παρέχουν στον καταναλωτή-αυτοπαραγωγό, βοηθούν και στη διείσδυση των ευφυών κτιρίων και στην ανάπτυξη ευφυών δικτύων, κάτι που αποτελεί τόσο εθνικό όσο και κοινοτικό στόχο.

Στην κατεύθυνση αυτή ο ΣΕΦ υποστηρίζει την επιτάχυνση των όσων αναφέρει και το ίδιο το ΕΣΕΚ, ότι δηλαδή για τις μονάδες αποθήκευσης, τόσο κεντρικού όσο και αποκεντρωμένου τύπου, απαιτείται η ανάπτυξη ολοκληρωμένου κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου αναφορικά με τη λειτουργία τους στις αγορές ενέργειας και την ένταξή τους στα ηλεκτρικά δίκτυα”.

Εν κατακλείδι

Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως ένα καλό Business As Usual σενάριο. Μόνο που είναι Business As Usual, όχι γιατί δεν οδηγεί σε ανάπτυξη των ΑΠΕ σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, αλλά γιατί δεν ακολουθεί, μεταξύ άλλων, τους ρυθμούς των σχετικών αγορών. Κυρίως όμως δεν είναι συμβατό με το στόχο που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα βάσει της οποίας θα πρέπει να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Είναι σαφές ότι, όπως κάθε σχετικό κείμενο, το ΕΣΕΚ είναι προϊόν πολιτικών συμβιβασμών. Εν προκειμένω, η “ανάγκη” να εξυπηρετηθεί η λιγνιτική παραγωγή και να μη καταστούν άμεσα άχρηστες οι κατασκευαζόμενες νέες λιγνιτικές μονάδες, παραπέμπει στις καλένδες την ανάπτυξη της αποθήκευσης, αφήνοντας τη χώρα ουραγό στη νέα ξέφρενη κούρσα που έχει ξεκινήσει διεθνώς.

Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα Business As Usual σενάριο. Χρειαζόμαστε ένα σενάριο οραματικό αλλά τόσο απελπιστικά απαραίτητο. Χρειάζεται να πετύχουμε κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας αποκλειστικά με ΑΠΕ το συντομότερο δυνατόν. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) προειδοποιεί πως θα πρέπει να δράσουμε με τόλμη πριν κλείσει η επόμενη δεκαετία. Μετά, κάθε προσπάθεια θα είναι πολύ πιο επίπονη και ακριβή για να συγκρατήσουμε τη θερμοκρασία του πλανήτη σε ανεκτά όρια.

Τίθενται συνεπώς κάποια κρίσιμα ερωτήματα. Αν τεθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι, θα μπορέσουν αυτοί να υλοποιηθούν; Υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι, ειδικά σε μια οικονομία καθημαγμένη που υπέφερε την τελευταία δεκαετία;

Η απάντηση είναι ευτυχώς καταφατική. Εν μέσω μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, την περίοδο 2010-2017 επενδύθηκαν σχεδόν 7,5 δις € στις ΑΠΕ. Με βάση το ΕΣΕΚ, ένα παραπλήσιο ποσό 8,5 δις € θα απαιτηθεί τα επόμενα 12 χρόνια για να επιτευχθούν οι προτεινόμενοι στόχοι. Προφανώς κάτι τέτοιο είναι απολύτως ρεαλιστικό, ιδίως μάλιστα αν συνυπολογίσει κανείς το ενδιαφέρον που υπάρχει από ξένους επενδυτές για μεγάλα έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα.

Το 2010, με την απλοποίηση των διαδικασιών που επέφερε ο Ν.3851/2010, υπήρξε μια ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδιαίτερα των φωτοβολταϊκών. Αν καταφέραμε να επιταχύνουμε στο παρελθόν, μπορούμε να το κάνουμε και τώρα που οι συνθήκες είναι καλύτερες και πιο ώριμες.

Το πρόβλημα του παρελθόντος εστιαζόταν στο υψηλό κόστος ορισμένων τεχνολογιών, κάτι που πλέον δεν ισχύει (το κόστος επένδυσης σε φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα έπεσε κατά 85% περίπου την τελευταία δεκαετία).

Παρόλα λοιπόν τα προβλήματα του παρελθόντος, αξίζει να εστιάσουμε στα επιτεύγματα πολιτικών που ευνοούν και δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Σήμερα (και παρόλο το πενταετές πάγωμα της αγοράς) τα φωτοβολταϊκά καλύπτουν το 7% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια (τρίτη καλύτερη επίδοση στον κόσμο), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση διεθνώς σε ότι αφορά την κατά κεφαλή εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών. Ταυτόχρονα, την περίοδο αιχμής της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών, ο κλάδος συντηρούσε 58.000 θέσεις εργασίας (άμεσες, έμμεσες και συνεπαγόμενες) ρίχνοντας το ποσοστό ανεργίας στη χώρα κατά μία ολόκληρη μονάδα.

Είναι σαφές πως μια φιλόδοξη και επιθετική πολιτική ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών και των λοιπών ΑΠΕ (όπως και της εξοικονόμησης ενέργειας) θα έχει πολλαπλά οφέλη για το κλίμα, το περιβάλλον, την οικονομία και την απασχόληση. Και όπως πάντα, αυτό είναι ζήτημα βούλησης και γενναίων πολιτικών αποφάσεων.

Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και το Κλίμα

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα έδωσε για δημόσια διαβούλευση το ΥΠΕΝ. Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι και την 3η Δεκεμβρίου 2018 και ώρα 15.00.

Μπορείτε να βρείτε το κείμενο του ενεργειακού σχεδιασμού εδώ

Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει την προτεινόμενη από το ΥΠΕΝ ισχύ διαφόρων τεχνολογιών ως το 2040.

Ηλεκτροπαραγωγή 2016 2020 2025 2030 2035 2040
Εγκατεστημένη Ισχύς [GW]
Στερεά Καύσιμα – Λιγνιτικά 4.3 3.4 3.5 2.7 1.5 1.3
Πετρελαϊκά 2.5 1.8 1.5 1.4 1.3 1.3
Φυσικό Αέριο 3.9 5.2 5.2 5.4 4.9 4.6
Βιοενέργεια 0.1 0.1 0.1 0.3 0.3 0.4
Υδροηλεκτρικά 3.4 3.4 3.7 3.9 3.9 4.0
Αιολικά 2.4 3.4 4.2 6.4 7.0 7.3
Φωτοβολταϊκά 2.6 3.3 5.5 6.9 7.5 8.1
Ηλιοθερμικοί σταθμοί 0.0 0.0 0.1 0.1 0.1 0.1
Γεωθερμία 0.0 0.0 0.0 0.1 0.2 0.3
Σύνολο 19.2 20.6 23.8 27.7 27.4 28.0
Νέα ισχύς συστημάτων αποθήκευσης 0.0 0.0 0.0 0.7 0.7 0.7

Το όφελος που έχει η ΔΕΗ χάρη στις ΑΠΕ και οι ανακρίβειες για τη «Χρέωση Προμηθευτών»

Οι φορείς των ΑΠΕ που υπογράφουν την παρούσα, συστηματικά υποστηρίζουμε την ανάγκη να
υπάρχει μια υγιής κι ακμαία ΔΕΗ, η οποία θα λειτουργεί ως βασικός πυλώνας του εγχώριου
ενεργειακού μας συστήματος.

Αδυνατούμε όμως, να κατανοήσουμε και πολύ περισσότερο να αποδεχθούμε το γεγονός ότι η
Διοίκηση της ΔΕΗ στην προσπάθεια της να μεταβιβάσει σε τρίτους ευθύνες που δεν τους
αναλογούν, επιχειρεί να ενοχοποιήσει και τελικώς κατασυκοφαντεί αδίκως τις ΑΠΕ. Μάλιστα αυτό
συμβαίνει τη στιγμή που η ίδια η Διοίκηση της ΔΕΗ θεωρεί τις ΑΠΕ κυρίαρχη στρατηγική της επιλογή
για το μέλλον και μόνη βιώσιμη λύση για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Επιχείρησης,
ενώ προς αυτή την κατεύθυνση δρομολογεί ακόμα και τον εταιρικό μετασχηματισμό της με
απορρόφηση της ΔΕΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ.

Στο πλαίσιο αυτής της αντιφατικής συμπεριφοράς, η Διοίκηση της ΔΕΗ συχνά αναφέρεται σε μία
δήθεν επιβάρυνσή της για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, την οποία επικαλέστηκε εκ νέου σε
πρόσφατη καταχώρισή της στον Τύπο. Συγκεκριμένα, κάνει λόγο για επιβάρυνση ύψους 535 εκατ.
ευρώ για τις ΑΠΕ (κάλυψη ελλειμμάτων “Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ”), παραπλανώντας τους
καταναλωτές.

Η αλήθεια όμως είναι εντελώς αντίθετη: Η ΔΕΗ, ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής, έχει ωφεληθεί
την μερίδα του λέοντος από την επιδότηση που απολαμβάνουν οι προμηθευτές λόγω ακριβώς
των ΑΠΕ και η οποία μόνο για την τελευταία 10ετία υπολογίζεται σε 3-4 δις ευρώ.

Ένα πολύ μικρό μέρος αυτού του οφέλους επέστρεψαν οι Προμηθευτές στον Ειδικό Λογαριασμό μέσω της Χρέωσης Προμηθευτών που θεσπίσθηκε με το N.4414/2016 και ήδη έχει εξαγγελθεί αναίτια κατά τη γνώμη μας, η πλήρης κατάργησή της.

Αναλυτικότερα:

Η Χρέωση Προμηθευτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ανταποδοτική χρέωση που πληρώνουν όλοι οι προμηθευτές για το φθηνότερο (λόγω ΑΠΕ) ρεύμα που αγοράζουν από την ημερήσια αγορά. Η χρέωση αυτή δεν έχει καμία σχέση με “τέλος” ή φόρο, ούτε και με το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αέριων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ).

Πλήθος έγκυρων και εξειδικευμένων μελετών τα τελευταία χρόνια (ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΙΟΒΕ, κ.ά.) έχουν τεκμηριώσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο στρεβλός μέχρι σήμερα τρόπος υπολογισμού της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ) για τη χρηματοδότηση του Ειδικού Λογαριασμού και η μη ενσωμάτωση του ΕΤΜΕΑΡ στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος, οδηγεί σε σοβαρή υποεκτίμηση της πραγματικής αξίας της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και, συνεπώς, σε κρυφή επιδότηση των προμηθευτών, και κυρίως του μονοπωλιακού -στην ουσία- προμηθευτή, δηλαδή της ΔΕΗ (μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 80%). Η επιδότηση αυτή, εις βάρος των ΑΠΕ, συντελούνταν, μέχρι τα μέσα του 2016, με αφαίμαξη του Ειδικού Λογαριασμού και με αντίστοιχη διόγκωση των ελλειμμάτων του.

Οι ως άνω μελέτες, επιβεβαιώθηκαν από την αποκάλυψη του πραγματικού ύψους της επιδότησης των προμηθευτών. Συγκεκριμένα, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία από το Ειδικό Δελτίο που εκδίδει ο ΛΑΓΗΕ, το 2017 -που ήταν το μοναδικό έτος κατά το οποίο εφαρμόσθηκε πλήρως (100%) η Χρέωση Προμηθευτών οι προμηθευτές επέστρεψαν 411,46 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει την επιδότηση που απόλαυσαν όλα τα άλλα έτη οι προμηθευτές ήτοι περίπου 400 εκατ. ευρώ/έτος, δηλαδή σχεδόν το 46% του ΕΤΜΕΑΡ που πληρώνουν σήμερα οι καταναλωτές. Συνεπώς, η επιδότηση της ΔΕΗ (κυρίως) και (πολύ λιγότερο) των υπόλοιπων προμηθευτών, εις βάρος των ΑΠΕ και του Ειδικού Λογαριασμού, ανερχόταν μέχρι και τα μέσα του 2016, σε περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, δηλαδή σε 3-4 δις ευρώ συνολικά την τελευταία δεκαετία.

Το ως άνω όφελος των προμηθευτών συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία διαρκώς διογκούμενων ελλειμμάτων στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, τα οποία για να αντιμετωπιστούν επιβάρυναν, αφ’ ενός μεν τους καταναλωτές με συνεχείς αυξήσεις του ΕΤΜΕΑΡ και, αφ’ ετέρου, τις ΑΠΕ, κυρίως με αναδρομικές περικοπές στις συμβολαιοποιημένες τιμές πώλησης της παραγόμενης ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά και με χρεωστικούς τόκους λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις πληρωμές. Εξελίξεις που έφτασαν να απειλούν σοβαρά τη βιωσιμότητα του κλάδου με όλους τους συνεπαγόμενους κινδύνους για την ενεργειακή αγορά, το περιβάλλον και την οικονομία.

Τον Αύγουστο του 2016, με διάταξη του Ν.4414/16 που ψηφίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία από τη Βουλή, επαναπροσδιορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού και πληρωμής της αξίας των ΑΠΕ, έτσι ώστε να μεταφερθεί σταδιακά στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ από την αγορά (δηλαδή από τους προμηθευτές) η ως άνω οικονομική αξία που προσφέρουν οι ΑΠΕ, και την οποία, μέχρι την ψήφιση του νόμου, την καρπώνονταν στο σύνολό της οι προμηθευτές, εις βάρος των καταναλωτών, με την υπέρμετρη (και μη αναγκαία) αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ.

Για το σκοπό αυτό, ο Ν.4414/16 θέσπισε τη Χρέωση Προμηθευτών υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού, χρέωση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαφορά της αυξημένης ΟΤΣ που θα προέκυπτε για τους προμηθευτές εάν δεν υπήρχαν οι ΑΠΕ και της ΟΤΣ που πραγματικά προκύπτει (μειωμένη) λόγω ακριβώς της συμμετοχής των ΑΠΕ στην ημερήσια αγορά. Αυτή η διαφορά αντικατοπτρίζει ένα μέρος της οικονομικής αξίας που προσφέρουν στους προμηθευτές οι ΑΠΕ, μειώνοντας την ΟΤΣ και η οποία μέσω της Χρέωσης Προμηθευτών επιστρέφει στον Ειδικό Λογαριασμό, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες του και ανακουφίζοντας τους καταναλωτές (μέσω πιθανών μειώσεων του ΕΤΜΕΑΡ), ενώ μέχρι τον Αύγουστο του 2016, κατέληγε αποκλειστικά στους προμηθευτές επιδοτώντας το κόστος τους.

Οι Φορείς

ΕΛΕΑΒΙΟΜ – Ελληνική Εταιρεία Ανάπτυξης Βιομάζας
ΕΛΕΤΑΕΝ – Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας
ΕΣΗΑΠΕ – Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ
ΕΣΜΥΕ – Ελληνικός Σύνδεσμος Μικρών Υδροηλεκτρικών
ΣΕΦ – Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών
ΣΠΕΦ – Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά

Να επιτραπεί υπό προϋποθέσεις η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε ένα μικρό ποσοστό της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας

Με το Ν.4015/2011 απαγορεύεται πρακτικά η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε γαίες υψηλές παραγωγικότητας. Όλες όμως οι αρδευόμενες εκτάσεις θεωρούνται γαίες υψηλής παραγωγικότητας, οπότε ακόμη και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού από οποιονδήποτε αγρότη για να ισοσκελίσει με παραγόμενη ενέργεια αυτήν που καταναλώνει π.χ. μια αντλία ποτίσματος στο χωράφι του ή από έναν ΓΟΕΒ ή ΤΟΕΒ για τις ανάγκες ενός αντλιοστασίου είναι πρακτικά αδύνατη. Με τον τρόπο αυτό, το ευεργετικό για τη μείωση του αγροτικού κόστους παραγωγής μέτρο καθίσταται ανενεργό στην πράξη. Γαίες υψηλής παραγωγικότητας θεωρούνται επίσης και όσες προέρχονται από αναδασμό ακόμη κι αν είναι εμφανώς το αντίθετο (π.χ. περιοχές με υψηλή αλατότητα).

Σχεδόν αδύνατη επίσης είναι και η εξεύρεση κατάλληλης γης για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών από άλλους επενδυτές, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην έλλειψη αρκετών ώριμων έργων για συμμετοχή στις διαγωνιστικές διαδικασίες που προβλέπει η σχετική νομοθεσία για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Γενικά στο σύνολο της χώρας με δεδομένους τους σημερινούς χωροταξικούς περιορισμούς, είναι πρακτικά αδύνατον να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι για διείσδυση των ΑΠΕ και σχεδόν αδύνατη η αξιοποίηση τους προς όφελος του αγροτικού εισοδήματος. Σημειώνουμε ότι, με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η γεωργική έκταση που μένει ακαλλιέργητη είναι 88 φορές μεγαλύτερη από την έκταση που δεσμεύουν όλα τα φωτοβολταϊκά που έχουν  εγκατασταθεί στη χώρα μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ[1], η γεωργική γη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 32,5 εκατ. στρέμματα (στατιστικά για το 2016 δημοσιευμένα τον Σεπτέμβριο του 2018), εκ των οποίων καλλιεργούνται τα 29 εκατ. στρέμματα. Αυτό σημαίνει ότι τα φωτοβολταϊκά δεσμεύουν το 0,11% της γεωργικής γης ή αλλιώς το 0,03% της έκτασης της χώρας.

 Πρόταση: Για να μπορέσει να ενεργοποιηθεί εκ νέου η ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι για τη διείσδυση των ΑΠΕ, προτείνουμε και εισηγούμαστε να επανέλθει το καθεστώς του Ν.3851/2010, σύμφωνα με το οποίο η συνολική έκταση που θα καταλαμβάνουν τα φωτοβολταϊκά που εγκαθίστανται σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας.

Ειδικότερα προτείνεται η παρακάτω διατύπωση:

“Επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας. Στην περίπτωση αυτή, νέες προσφορές σύνδεσης  χορηγούνται μόνον αν οι προς υλοποίηση φωτοβολταϊκοί σταθμοί για τους οποίους έχουν ήδη εκδοθεί δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή συν οι ήδη εγκατεστημένοι σταθμοί επί εδάφους καλύπτουν εδαφικές εκτάσεις που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου χρησιμοποιούνται τα πιο πρόσφατα κατά περίπτωση στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Για τον υπολογισμό της κάλυψης λαμβάνεται υπόψη η οριζόντια προβολή επί του εδάφους των φωτοβολταϊκών στοιχείων”.

Σύντομο ιστορικό

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2011, ψηφίστηκε ο Ν.4015/2011, το άρθρο 21 του οποίου προσπάθησε να δώσει διέξοδο σε πολλούς αγρότες λόγω των υφιστάμενων αγκυλώσεων που σχετίζονται με τις γαίες υψηλής παραγωγικότητας.

Ατυχώς, η ψηφισθείσα διάταξη διατυπώθηκε κατά τρόπο που δημιούργησε ένα νέο μεγάλο πρόβλημα και συγκεκριμένα ακύρωσε τη δυνατότητα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε μικρό τμήμα των γαιών υψηλής παραγωγικότητας, όπως προέβλεπε ο Ν.3851/2010.

Ενώ βάσει του άρθρου 56§6 του Ν.2637/1998 (που έχει αντικατασταθεί από το Ν.2945/2001 και εν συνεχεία από το Ν.3851/2010) προβλέπεται η δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, οπότε στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η έκδοση άδειας αν οι σταθμοί αυτοί καλύπτουν εκτάσεις που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων του συγκεκριμένου νομού, ωστόσο προβλέπεται από το άρθρο 21 του Ν.4015/2011 ότι η συγκεκριμένη διάταξη θα τεθεί σε ισχύ 10 μέρες μετά από την δημοσίευση ΦΕΚ με ΚΥΑ βάσει του άρθρου 56§2 του Ν.2637/1998, όπως ισχύει, και η οποία θα καθορίζει τα γεωγραφικά όρια των αγροτεμαχίων υψηλής παραγωγικότητας. Προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί ΚΥΑ για τα γεωγραφικά όρια και άρα πρακτικά απαγορεύεται η εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών σε γαίες υψηλής παραγωγικότητες αλλά και η ανανέωση ΑΕΠΟ λειτουργούντων έργων που εγκαταστάθηκαν σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας κάνοντας χρήση των διατάξεων του Ν.3851/2010.

Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει να θεωρείται αγροτοβιομηχανική δραστηριότητα για μια σειρά από λόγους. Τόσο η παραδοσιακή γεωργική πρακτική όσο και οι ΑΠΕ (άλλες άμεσα και άλλες έμμεσα) χρησιμοποιούν εκτάσεις γης για να μετατρέψουν την ηλιακή ακτινοβολία σε ένα χρήσιμο προϊόν. Στην περίπτωση της γεωργίας, η ηλιακή ακτινοβολία μετατρέπεται μέσω της φωτοσύνθεσης σε οργανική ύλη, ενώ στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών, για παράδειγμα, σε ηλεκτρική ενέργεια. Μέρος του παραγόμενου τελικού προϊόντος (αγροτικά προϊόντα ή ενέργεια) καταναλώνεται από τους ίδιους τους αγρότες, ενώ το υπόλοιπο τροφοδοτείται σε άλλες περιοχές.

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, η διαφύλαξη της γης υψηλής παραγωγικότητας εξυπηρετεί και αναπτυξιακούς στόχους. Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών (και άλλων μονάδων ΑΠΕ) μπορεί, ως δραστηριότητα συμβατή με τον αγροτικό χαρακτήρα μιας περιοχής, να συμβάλλει σε αυτή την αναπτυξιακή προοπτική. Δεδομένης της συρρίκνωσης του αγροτικού εισοδήματος και των ανακατατάξεων στη γεωργική παραγωγή που επιφέρει η αναθεώρηση της ΚΑΠ, είναι σημαντικό να διασφαλιστούν εναλλακτικές συμπληρωματικές πηγές εσόδων για τον αγροτικό πληθυσμό, προκειμένου αυτός να παραμείνει ενεργός και να μην υπάρχει αιμορραγία προς τα αστικά κέντρα. Η εκμετάλλευση των ΑΠΕ (ακόμη κι αν το εισόδημα των αγροτών διασφαλίζεται απλώς από την ενοικίαση ή πώληση μέρους του κλήρου τους και όχι από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από τους ίδιους) μπορεί να αποτελέσει μία σημαντική συμπληρωματική πηγή εσόδων, η οποία εν τέλει θα τους κρατήσει κοντά στη γη και στη βασική οικονομική τους δραστηριότητα.

Να σημειώσουμε επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, ενώ η συνταγματική επιταγή κρίνει ως ασυμβίβαστες ορισμένες χρήσεις (π.χ. κατοικία) σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, εν τούτοις η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστά θεμιτές, ίσως μάλιστα και επιβεβλημένες παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από την προστασία της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, εφόσον συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος τις δικαιολογούν.

Με βάση τον Ν.4414/2016, στόχος της Πολιτείας είναι: η αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε., κατά προτεραιότητα, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφοροποίηση του εθνικού ενεργειακού μίγματος, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την ενίσχυση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας… στο πλαίσιο της ενιαίας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και την επίτευξη του στόχου συμμετοχής των Α.Π.Ε. στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας”. Είναι σαφές ότι μία “προτεραιότητα” πρέπει να διευκολύνεται, τη στιγμή μάλιστα που εξυπηρετεί το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον.

[1] http://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SPG06/-