Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών θεωρεί ότι το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) κινείται γενικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Θεωρούμε όμως ότι πρέπει να υπάρξουν κάποιες οριακές αλλαγές τις οποίες επισημαίνουμε παρακάτω.
Για το μείγμα τεχνολογιών
Το σχέδιο προβλέπει μικρότερη εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών το 2030 σε σχέση με το αντίστοιχο προσχέδιο του Ιανουαρίου 2023 (13,4 GW έναντι 14,1 GW), και μεγαλύτερη συγκριτικά ισχύ την περίοδο 2030-2050, γίνεται δηλαδή πιο οπισθοβαρές. Κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται για τους εξής λόγους:
[α]. οι τρέχοντες ρυθμοί ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών αλλά και το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, δείχνουν ότι τα φωτοβολταϊκά είναι ίσως η μόνη τεχνολογία η οποία, όχι μόνο μπορεί, αλλά προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει και τους νέους στόχους του ΕΣΕΚ ως το 2030. Εκτιμούμε ότι το 2030 μπορούμε να έχουμε πάνω από 16 GW με βάση τις τρέχουσες τάσεις. Σε συνδυασμό μάλιστα με μονάδες αποθήκευσης “πίσω από τον μετρητή” ξεπερνιέται σε μεγάλο βαθμό και το πρόβλημα της επάρκειας δικτύων και των συνεπαγόμενων περικοπών. [β]. Τα φωτοβολταϊκά είναι σήμερα η φθηνότερη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής και προβλέπεται (και μάλιστα άμεσα) περαιτέρω μείωση του κόστους τους, σε αντίθεση με άλλες τεχνολογίες ΑΠΕ όπου η μείωση κόστους είναι οριακή. Άλλωστε, όπως αναφέρεται στο σχέδιο του ΕΣΕΚ, “στρατηγική επιδίωξη είναι οι ενεργειακοί και κλιματικοί στόχοι που τίθενται στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ μέχρι το έτος 2030, 2040 και 2050 να επιτευχθούν με τον πιο οικονομικά ανταγωνιστικό τρόπο“. [γ]. Τα φωτοβολταϊκά ωριμάζουν γρηγορότερα αδειοδοτικά σε σχέση με άλλες ΑΠΕ και μπορούν να κατασκευαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρέχοντας περαιτέρω εγγυήσεις για την έγκαιρη επίτευξη των εθνικών στόχων. [δ]. Τα φωτοβολταϊκά είναι μακράν η πιο δημοκρατική τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση (για του λόγου το αληθές, ενώ τα έργα όλων των άλλων τεχνολογιών ΑΠΕ ανέρχονται σε λίγες εκατοντάδες ανά τη χώρα, οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί ξεπερνούν τις 65.000).
Κατ’ ελάχιστο προτείνουμε να παραμείνει ο στόχος των 14,1 GW ως το 2030, χωρίς να θιγούν οι άλλες τεχνολογίες ΑΠΕ. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε 80% έναντι 79%. Θυμίζουμε ότι το 80% ήταν και ο στόχος του προσχεδίου του Ιανουαρίου 2023 και έχει αναφερθεί σε αυτόν επανειλημμένως και ο Πρωθυπουργός (π.χ. στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης).
Για την αποθήκευση ενέργειας
Διαφωνούμε με τη δραστική μείωση του στόχου για την αποθήκευση με μπαταρίες ως το 2030 (3,1 GW έναντι 5,6 GW που ήταν στο προσχέδιο του Ιανουαρίου 2023). Η μείωση αυτή δεν δικαιολογείται ούτε από την ανάγκη εξισορρόπησης του συστήματος, ούτε από το εντονότατο επενδυτικό ενδιαφέρον που υπάρχει για μπαταρίες. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως το σύστημα δεν χρειάζεται μόνο τις μπαταρίες “μπροστά από τον μετρητή”, αλλά σε μεγάλο βαθμό και συστήματα αποθήκευσης “πίσω από τον μετρητή”. Μόνο τα φωτοβολταϊκά συστήματα με μπαταρίες στον κτιριακό τομέα που περιγράφει το σχέδιο ΕΣΕΚ ανέρχονται σε 1 GW (δηλαδή περίπου 0,5-1 GW μπαταριών). Επιπλέον, οι μπαταρίες μπορούν να εγκατασταθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα (εξασφαλίζοντας έγκαιρη επίτευξη των στόχων), σε αντίθεση με την αντλησιοταμίευση (η αδειοδοτική ωρίμανση της οποίας και η μετέπειτα κατασκευή των σχετικών έργων απαιτούν πολλά έτη).
Το ίδιο το σχέδιο ΕΣΕΚ μάλιστα κάνει εμμέσως λόγο για μεγαλύτερη ισχύ μπαταριών. Συγκεκριμένα, πέραν του εγκεκριμένου σχήματος στήριξης (SA 64736) που προβλέπει 1.000 MW μπαταριών, αναφέρεται ακόμη ότι “θα επιδιωχθεί η επέκταση του εγκεκριμένου σχήματος κατά 500-1.000 MW το 2027“, θα γίνει προσπάθεια επέκτασης του εγκεκριμένου σχήματος ανταγωνιστικών διαδικασιών υποβολής προσφορών έως το 2025 (SA 60064), το οποίο στοχεύει, για το χρονικό διάστημα από το 2022 έως και το 2024, στην εγκατάσταση 200 MW χερσαίων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων με αποθήκευση (συσσωρευτές) ώστε να ενισχυθούν συνολικά 1.000 MW τέτοιων σταθμών, θα εγκατασταθούν φωτοβολταϊκά και αιολικά με μπαταρίες ισχύος 100 MW στην Κρήτη και, όπως προείπαμε, τα φωτοβολταϊκά συστήματα με μπαταρίες στον κτιριακό τομέα που περιγράφει το σχέδιο ΕΣΕΚ ανέρχονται σε 1.000 MW (δηλαδή περίπου 500-1.000 MW μπαταριών). Αθροιστικά δηλαδή, ακόμη κι αν δεν συνυπολογίσουμε άλλα έργα (κυρίως “πίσω από τον μετρητή”), καταλήγουμε σε εγκατεστημένη ισχύ μπαταριών που μπορεί να φτάσει τα 4.100 MW το 2030.
Για το ορυκτό αέριο
Με βάση το σχέδιο ΕΣΕΚ, προβλέπονται 7,7 GW μονάδων ορυκτού αερίου με συμβολή στην ηλεκτροπαραγωγή 12,1 TWh το 2030 (μέσο capacity factor 17,9%). Είναι σαφές ότι η διατήρηση τόσων μονάδων για τόσο μικρή συμβολή, θέτει σοβαρά ζητήματα οικονομικής βιωσιμότητας των μονάδων αυτών. Όπως αναγράφεται στο σχέδιο ΕΣΕΚ, “μηχανισμοί βασισμένοι στην καθαρή λειτουργία της αγοράς δεν εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρηματική βεβαιότητα για εύλογη ανάκτηση του κόστους και κατά συνέπεια ενέχεται ο κίνδυνος πρόωρης απόσυρσης των παλαιών μονάδων εκτοπισμένες οικονομικά από τις τρεις νέες μεγάλες μονάδες. Επομένως, για τη εξασφάλιση της επάρκειας συστήματος και την αποτελεσματική συμπλήρωση και εξισορρόπηση των ΑΠΕ με υπηρεσίες ευελιξίας όπως απαιτείται είναι αναγκαία η διασφάλιση βεβαιότητας σε κάποιο βαθμό για την ανάκτηση του κόστους των μονάδων, περιλαμβανομένων των πιο αποδοτικών από τις παλαιές μονάδες φυσικού αερίου”. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται περαιτέρω επιβάρυνση των καταναλωτών. Επιπροσθέτως, πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (27.7.2023), προκρίνει την υιοθέτηση τέτοιων μηχανισμών για μονάδες αποθήκευσης και ηλεκτροπαραγωγή μη ορυκτής προέλευσης.
Σε ότι αφορά τη χρήση του αερίου στον κτιριακό τομέα, το σχέδιο ΕΣΕΚ αναφέρει πως θα επιδιωχθεί “διατήρηση του συστήματος αερίου στη χώρα και επέκταση σε περιοχές ή τομείς που δεν τροφοδοτούνται όμως υπό την προϋπόθεση της σταδιακής και φιλόδοξης χρήσης ανανεώσιμων αερίων έτσι ώστε το διανεμόμενο μείγμα αερίων να γίνει σύντομα χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος”. Εκφράζουμε τις επιφυλάξεις μας τόσο για το βαθμό όσο και για το ρυθμό διείσδυσης των ανανεώσιμων αερίων στα δίκτυα της χώρας, και θεωρούμε ότι οι πρόσφατα εξαγγελθείσες νέες επεκτάσεις των δικτύων (κόστους πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων) θα απαξιωθούν σχετικά σύντομα. Την ίδια ώρα, οι καταναλωτές θα επιφορτιστούν με σχετικό εξοπλισμό καύσης αερίου, αντί να στραφούν από σήμερα σε συστήματα θέρμανσης με αποδοτικές αντλίες θερμότητας. Θυμίζουμε επίσης ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν προχωρήσει ήδη σε απαγόρευση χρήσης ορυκτού αερίου σε νέες ή εκσυγχρονιζόμενες εγκαταστάσεις θέρμανσης και στρέφονται στον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας.
Για το πράσινο υδρογόνο
Το πράσινο υδρογόνο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εκεί όπου δεν υπάρχουν καταλληλότερες και φθηνότερες λύσεις και πρωτίστως σε βιομηχανικές εφαρμογές. Η χρήση του σε συστήματα θέρμανσης κτιρίων είναι αντιοικονομική (όπως καταδεικνύουν όλες σχεδόν οι σχετικές μελέτες διεθνώς), ενώ και η χρήση του στην ηλεκτροπαραγωγή είναι προβληματική λόγω κόστους και χαμηλού συνολικού βαθμού απόδοσης. Παρόλα αυτά, σαφώς υπάρχει χώρος για εφαρμογές υδρογόνου και η χώρα δεν θα πρέπει να μείνει εκτός αυτής της νέας αγοράς.
Για τα μέτρα πολιτικής
Βρίσκουμε θετικά τα εξής μέτρα πολιτικής που αναγράφονται στο σχέδιο ΕΣΕΚ:
- αύξηση του στόχου για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών με αποθήκευση (συσσωρευτές) στα 100.000 συστήματα συνολικής ισχύος 1.000 MW.
- Επέκταση ως προς την ισχύ που θα δημοπρατηθεί για σταθμούς ΑΠΕ με αποθήκευση από 200 MW σε 1.000 MW.
- Εφαρμογή του σχήματος πράσινης δεξαμενής (green pool) μέσω του οποίου αναμένεται η εγκατάσταση χερσαίων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων ισχύος 4.000 MW για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανιών μέσω διμερών συμβολαίων αγοροπωλησίας (Power Purchase Agreements – PPAs) πράσινης ενέργειας.
- Παροχή κρατικής εγγύησης στις συναπτόμενες διμερείς συμβάσεις, ώστε να καλυφθεί το ρίσκο αντισυμβαλλόμενου και να διευκολυνθεί η σύναψη PPAs και από μικρότερους αγοραστές.
- Μηχανισμός αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος για την παροχή υπηρεσιών ευελιξίας και εφεδρειών με έμφαση την αποθήκευση, την απόκριση της ζήτησης και την παροχή υπηρεσιών μεγάλης ανόδου ή καθόδου φορτίου (χωρίς όμως συμμετοχή συμβατικών μονάδων ορυκτών καυσίμων).
- Εξειδικευμένο πρόγραμμα στήριξης της διείσδυσης αντλιών θερμότητας (ει δυνατόν σε συνδυασμό με φωτοβολταϊκά για αυτοκατανάλωση)