“Ακριβές” χαρακτήρισε τις ΑΠΕ ο υπουργός ΠΕΚΑ κ. Γ. Μανιάτης, αναφέροντας μάλιστα πως, στο πρόσφατο παρελθόν, ελήφθησαν λάθος πολιτικές αποφάσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θυμίζουμε ότι ο κ. υπουργός ήταν υφυπουργός στο ίδιο υπουργείο όταν χαραζόταν η νέα πολιτική για τις ΑΠΕ το 2010. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Γραμματέα Ενέργειας κ. Κ. Μαθιουδάκη. Δεν ακούσαμε καμία διαφωνία τότε, ούτε είδαμε καμία διαμαρτυρία ή παραίτηση. Η όποια υπέρβαση μεταξύ των τότε προβλέψεων του υπουργείου και της πραγματικής εξέλιξης των μεγεθών της αγοράς των φωτοβολταϊκών δεν ξεπερνά το 30%. Την ίδια περίοδο υπήρξε σημαντική υστέρηση στις λοιπές ΑΠΕ . Γνώριζαν λοιπόν όλοι τις συνέπειες της χαραχθείσας πολιτικής.
Γιατί όμως ήταν λάθος η πολιτική και σε τι ακριβώς; Εδώ και χρόνια, η χώρα μας εφαρμόζει για τις ΑΠΕ το λεγόμενο γερμανικό μοντέλο των σταθερών εγγυημένων τιμών (που εφαρμόζεται επιτυχώς σε 60 χώρες) με διαφοροποίηση μεταξύ των τεχνολογιών, για να τονώσει την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Το μοντέλο επιδοτεί μέσω ενός διακριτού πόρου (που στην Ελλάδα ονομάζεται ΕΤΜΕΑΡ) και το οποίο καταβάλλεται για 20 έτη, την κατασκευή μονάδων ΑΠΕ, σε αντικατάσταση των ρυπογόνων συμβατικών μονάδων. Στόχος είναι η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της χώρας, ώστε οι μελλοντικές γενεές να απολαμβάνουν φθηνότερο ρεύμα, λιγότερες εισαγωγές καυσίμων και καθαρότερο περιβάλλον.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια συντονισμένη εκστρατεία κατασυκοφάντησης των ΑΠΕ, στις οποίες επιχειρείται να αποδοθεί αποκλειστικά η επιβάρυνση των καταναλωτών από τις πρόσφατες αυξήσεις στους λογαριασμούς της ΔΕΗ (πλείστες των οποίων αφορούν στην άρση των στρεβλώσεων που ίσχυαν για χρόνια στη διαμόρφωση των τιμών λιανικής). Εκείνο που συστηματικά αποκρύβεται είναι πως η ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική ενισχύει αμέσως ή εμμέσως όλες τις τεχνολογίες (συμβατικές και ΑΠΕ). Συγκεκριμένα, αποκρύβεται ότι:
- Η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη επιδοτείται εμμέσως για δεκαετίες με την δωρεάν πρόσβαση της ΔΕΗ Α.Ε. στα λιγνιτικά κοιτάσματα, χωρίς η τελευταία να πληρώνει δικαιώματα χρήσης (royalties) στο Δημόσιο, κάτι που επανειλημμένως έχει επισημάνει και η ΕΕ. Η έμμεση αυτή επιδότηση ισοδυναμεί σε εκατοντάδες εκατ. € ετησίως.
- Η ηλεκτροπαραγωγή με πετρέλαιο επιδοτείται άμεσα και πληρώνεται από τους καταναλωτές ως ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας) με περίπου 700 εκατ. € ετησίως. Συγκεκριμένα, όλοι οι καταναλωτές επιδοτούν την ηλεκτροπαραγωγή με πετρέλαιο στα νησιά όπου το μέσο κόστος παραγωγής είναι σημαντικά μεγαλύτερο από την τιμή λιανικής του ρεύματος. Αν η Πολιτεία δεν ολιγωρούσε επί δεκαετίες και είχε διασυνδέσει πολλά από τα νησιά με το ηπειρωτικό δίκτυο, θα είχαμε πετύχει εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων.
- Η ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο επιδοτείται άμεσα με την εφαρμογή δύο μηχανισμών (του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους και των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος) με εκατοντάδες εκατ. € ετησίως.
Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο των ανωτέρω “επιδοτήσεων” ουδεμία ποιοτική σχέση έχει με το ΕΤΜΕΑΡ, καθώς το τελευταίο αποτελεί επένδυση στο μέλλον. Οι ρυπογόνες συμβατικές μονάδες θα έχουν πάντα ένα σημαντικό και αυξανόμενο κόστος για την προμήθεια της καύσιμης ύλης, δεν υπόσχονται λοιπόν μειωμένη επιβάρυνση των καταναλωτών στο μέλλον. Αντιθέτως, ο ήλιος και ο άνεμος είναι δωρεάν. Ακριβά είναι λοιπόν τα ορυκτά καύσιμα, όχι οι ΑΠΕ, οι οποίες υπόσχονται σημαντικά μειωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος μεσοπρόθεσμα, ελέω ΕΤΜΕΑΡ.
Πάντως, σε ότι αφορά ειδικότερα στα νέα φωτοβολταϊκά, δεδομένου ότι η τιμή πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας έχει μειωθεί δραματικά τους τελευταίους μήνες, η μείωση στους λογαριασμούς των καταναλωτών έχει και βραχυπρόθεσμη πρόγευση: η μικρή επιβάρυνση που προκαλούν πλέον στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ, που διατηρεί ο ΛΑΓΗΕ, αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τη μείωση στο κόστος προμήθειας της ηλεκτρικής ενέργειας που προκαλεί η αυξημένη τους διείσδυση, όπως αποδεικνύει πρόσφατη σχετική μελέτη του ΑΠΘ για λογαριασμό του Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών. Ακόμη και για εκείνα τα φωτοβολταϊκά που εντάχθηκαν παλαιότερα στο σύστημα με υψηλές εγγυημένες τιμές, έχουν ήδη γίνει πρωτόγνωρες διορθωτικές κινήσεις με την επιβολή έκτακτης εισφοράς επί του τζίρου τους, που κυμαίνεται από 25%-42%.
Ο κ. υπουργός δήλωσε με την ανάληψη των καθηκόντων του πως θα δώσει έμφαση και στην αδικημένη συνιστώσα του ΥΠΕΚΑ, την κλιματική αλλαγή. Όπως όμως παραδέχονται όλοι, δεν είναι εφικτή μια αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής χωρίς την ουσιαστική ανάπτυξη των ΑΠΕ. Τα εγκατεστημένα σήμερα φωτοβολταϊκά μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 2,5 εκατ. τόνους ετησίως. Αυτό το όφελος δεν το προσμετρά το ΥΠΕΚΑ;
Το ΥΠΕΚΑ οφείλει αντίθετα να απαντήσει στα ερωτήματα που του έχουν απευθύνει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, τόσο για τις δυσμενείς επιπτώσεις των νέων λιγνιτικών μονάδων στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον (βλέπε σχετική μελέτη Greenpeace) όσο και στο υψηλό για τον καταναλωτή κόστος των μονάδων αυτών (βλέπε σχετική μελέτη WWF).
Επειδή η ηγεσία του ΥΠΕΚΑ την ώρα που κατηγορεί και συκοφαντεί τις ΑΠΕ, δίνει αμέριστη βοήθεια και υποστήριξη στα ρυπογόνα καύσιμα, καλό είναι να αναλογιστεί πως το πραγματικό “εθνικό μας καύσιμο” είναι ο ήλιος. Η ηλιακή ενέργεια που πέφτει σε ένα τετραγωνικό μέτρο κάθε χρόνο ισοδυναμεί με ένα βαρέλι πετρέλαιο. Η ηλιακή ενέργεια που φτάνει στη χώρα μας κάθε χρόνο ισοδυναμεί με 132 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου αξίας 10 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Ας αφήσουμε λοιπόν τον ήλιο να λάμψει. Για το καλό της χώρας, για το καλό της ανάπτυξης, της απασχόλησης, του περιβάλλοντος, αλλά και για το καλό των δημοσίων εσόδων στα οποία συμμετέχουν γενναία οι ΑΠΕ.