Τι έκανες στον ενεργειακό πόλεμο Θανάση;

Η φτώχεια φέρνει γκρίνια λέει η παροιμία. Τον τελευταίο καιρό, μεσούσης της πρωτοφανούς κρίσης και ύφεσης, έχουμε συνεχή και δραματικά μηνύματα από πλευράς των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας για μείωση του ενεργειακού κόστους, ώστε να προστατευτεί η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής και να διασφαλιστούν θέσεις εργασίας. Επί της αρχής αυτό ακούγεται λογικό και μια ευνομούμενη Πολιτεία πρέπει να φροντίζει για το μέλλον της παραγωγικής της βάσης.

Τα προβλήματα αρχίζουν όταν, προκειμένου να λύσουμε ένα θέμα, δημιουργούμε περισσότερα και σημαντικότερα προβλήματα σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η επιβολή “τέλους διακοψιμότητας” στις ΑΠΕ για να ενισχυθεί η παραπαίουσα ενεργοβόρος βιομηχανία. Ένα λάθος εργαλείο, που θα μεγεθύνει απλώς τις στρεβλώσεις στην ενεργειακή αγορά.

Όλοι συμφωνούν ότι η πρόληψη είναι προτιμότερη της θεραπείας. Στην πράξη όμως, ελάχιστα γίνονται στην κατεύθυνση της πρόληψης. Στην περίπτωσή μας, ας δούμε τι έκανε η ενεργοβόρος βιομηχανία όλα αυτά τα χρόνια για να αποφύγει να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο και με μέσο ενεργειακό κόστος υψηλότερο των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της.

Πρόσφατα, η Κομισιόν παρουσίασε την πρώτη της έκθεση για την πορεία της Ενεργειακής Ένωσης. Στην ειδική αναφορά της για την Ελλάδα, υπήρχαν δύο πολύ ενδιαφέροντα διαγράμματα τα οποία και παρουσιάζουμε για να σχολιάσουμε στη συνέχεια. Στο πρώτο συγκρίνεται η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Ελλάδα και την ΕΕ. Εκεί φαίνεται καθαρά πως, κατά μέσο όρο, το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έχει το δεύτερο διάγραμμα το οποίο δείχνει την εξέλιξη της ενεργειακής έντασης στη βιομηχανία την περίοδο 2005-2013. Ενώ η μέση ενεργειακή ένταση στην ΕΕ μειώθηκε κατά 14,2%, την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24,4%. Το χάσμα λοιπόν μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ ήταν 38,6%.

Το πιο εντυπωσιακό είναι πως το χάσμα μεγαλώνει κατά την περίοδο της κρίσης. Προς επίρρωση των παραπάνω, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση, αναφέρει πως την περίοδο 2007-2012, η συνεισφορά της βιομηχανίας στη συνολική εξοικονόμηση ενέργειας ήταν μηδενική.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι την τελευταία δεκαετία η βιομηχανία δεν αξιοποίησε τα κονδύλια που υπήρχαν (πρωτίστως από Κοινοτικούς πόρους) για να βελτιώσει την ενεργειακή της απόδοση και να μειώσει έτσι άμεσα και δραστικά το ενεργειακό της κόστος. Αν ακολουθούσε απλώς τις τάσεις της υπόλοιπης Ευρώπης, σήμερα δεν θα υπήρχε χάσμα στο μέσο ενεργειακό κόστος μεταξύ εγχώριας παραγωγής και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.

Το χειρότερο είναι πως, ακόμη και σήμερα, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης της βιομηχανίας παραμένει εκτός δημόσιου διαλόγου και εκτός αιτημάτων της ίδιας της βιομηχανίας. Ακόμη κι αν η Πολιτεία στραγγαλίσει άλλους τομείς της οικονομίας για να ενισχύσει με ζεστό χρήμα την ενεργοβόρο βιομηχανία, το χάσμα μεταξύ εγχώριας και ευρωπαϊκής παραγωγής θα παραμείνει. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα τρέφουμε με “έκτακτα” κονδύλια τη βιομηχανία στο διηνεκές; Και πότε θα σταθεί στα πόδια της για να παίξει το ρόλο που όλοι προσδοκάμε απ’ αυτήν;

Το ξέρω ότι ακούγεται κλισέ, αλλά ταιριάζει γάντι στην περίπτωση μας η κλασική ρήση: “Αν δώσεις ένα ψάρι σ’ έναν άνθρωπο θα φάει μια φορά. Αν του μάθεις να ψαρεύει θα τρώει σ’ όλη του τη ζωή”. Πότε λοιπόν θα μάθει να ψαρεύει η βιομηχανία; Και δεν εννοώ στα θολά νερά των “έκτακτων” ενισχύσεων και των στρεβλώσεων της ελληνικής οικονομίας.

* Στέλιος Ψωμάς: Σύμβουλος σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος

Σ. Καπέλλος: Η εφαρμογή του net metering και οι προοπτικές της

O ΔΕΔΔΗΕ στην ιστοσελίδα του (http://www.deddie.gr) έχει δημοσιεύσει τη λίστα των αιτήσεων του πρώτου εξαμήνου (Μάιος-Οκτώβριος 2015) εφαρμογής του προγράμματος της αυτοπαραγωγή (Net-Metering – ΝΜ) στη χαμηλή τάση της Ηπειρωτικής χώρας και των διασυνδεδεμένων νήσων. Τα στατιστικά αυτά έχουν πολύ ενδιαφέρον και αντανακλούν τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.

Ας πάμε λοιπόν στα στοιχεία. Συνολικά στο πρώτο εξάμηνο της εφαρμογής του ΝΜ έγιναν 284 αιτήσεις ισχύος 4,6 MW. Από αυτές οι 238, το 84%, δηλ. 3,9 MW, έχουν πάρει προσφορά σύνδεσης από το ΔΕΔΔΗΕ, το 51%, δηλ. 2,3 MW, των αιτούντων έχει υπογράψει προσφορά σύνδεσης και το 10%, δηλ. 0,58 MW έχουν συνδεθεί στο δίκτυο (λειτουργούν). Τα στοιχεία αυτά απεικονίζονται στο διάγραμμα που ακολουθεί.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ταχύτητα ελέγχου των αιτήσεων από του ΔΕΔΔΗΕ είναι ικανοποιητική (το 84% των αιτήσεων έχουν λάβει προσφορά σύνδεσης). Η εμπειρία δείχνει ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων όποιος υποβάλλει αίτηση για ΝΜ λαμβάνει προσφορά σύνδεσης σε λιγότερο από 3 μήνες, τουλάχιστον με τον παρόντα ρυθμό αιτήσεων.

Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται ότι το 88% των αιτήσεων αφορά αιτήσεις για εγκαταστάσεις σε στέγη, όπως άλλωστε είναι και το λογικό. Ένα 12% των αιτήσεων αφορά εγκαταστάσεις σε γήπεδα.

 

Χώρος Εγκατάστασης     Πλήθος      Ποσοστό

Επί Εδάφους                      34            12.0%

Επί Κτιρίου                       250            88.0%

Grand Total                     284           100.0%

Η κατανομή των αιτήσεων ανά ισχύ δείχνει ότι από τις 284 αιτήσεις του πρώτου εξαμήνου ισχύος του ΝΜ στην χαμηλή τάση το 47% είναι για εγκαταστάσεις μικρότερες των 10 kWp, και άλλο ένα 26% εγκαταστάσεις από 10-20 kWp. Δηλ. το 75% περίπου των αιτήσεων αφορά εγκαταστάσεις μέχρι 20 kWp. Η πλειονότητα των αιτήσεων για εγκαταστάσεις μικρότερες των 10 kWp αφορούν ιδιώτες. Αυτό έχει ενδιαφέρον διότι η εντύπωση της αγοράς ήταν ότι το ενδιαφέρον των ιδιωτών (πχ οικιακός τομέας) θα ήταν πολύ μικρότερος τουλάχιστον στην αρχή της εφαρμογής του προγράμματος ΝΜ.

Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρονική κατανομή των αιτήσεων εντός του εξαμήνου Μαΐου-Οκτωβρίου 2015. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί, το Μάιο υπήρξε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, έγιναν 99 αιτήσεις δηλ. το 1/3 του συνόλου των αιτήσεων της περιόδου. Το ενδιαφέρον μειώνεται μέχρι τον Αύγουστο 2015 και από τον Σεπτέμβριο αρχίζει πάλι να αυξάνει. Ας μη ξεχνάμε ότι κυρίως η εφαρμογή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) του Ιουνίου καθώς και οι εκλογές του Σεπτεμβρίου επέδρασαν στην εξέλιξη του προγράμματος.

Υπενθυμίζεται ότι από 30 Οκτωβρίου 2015 ο ΔΕΔΔΗΕ δέχεται αιτήσεις ΝΜ και για τη μέση τάση. Οι αιτήσεις αυτές αφορούν εγκαταστάσεις από 100 kWp μέχρι 500 kWp. Φυσικά αφορά σχετικά μεγάλα έργα για εμπορικούς καταναλωτές (βιοτεχνίες, ξενοδοχεία κτλ). Η απόδοση αυτών των έργων είναι σαφώς αποδοτικότερη οικονομικά αρκεί να υπάρχει ανάλογη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος (τουλάχιστον 150 MWh ανά έτος για τα 100 kWp και μέχρι 750 MWh για τα 500 kWp).

Το συμπέρασμα είναι ότι η αγορά είναι επιφυλακτική και το κλίμα επιβαρύνεται από τους κεφαλαιακούς ελέγχους που δυσκολεύουν κυρίως την εισαγωγή εξοπλισμού, αλλά και για τη μέση τάση που αφορά μεσαία έργα και εμπορικούς καταναλωτές χρειάζεται η ενεργοποίηση των τραπεζών. Υπενθυμίζεται το ανάλογο, πώς δηλαδή ξεκίνησε η αγορά του οικιακού φωτοβολταϊκού (των 10 kWp) το 2009. Πρακτικά ξεκίνησε ένα χρόνο μετά με την δυναμική ενεργοποίηση των τραπεζών που διαφημίζοντας τα σχετικά τραπεζικά τους προϊόντα, έδωσαν ώθηση στην αγορά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε τουλάχιστον τα 50 MW οικιακών ετησίως τα επόμενα χρόνια.

Το καλό με το ΝΜ είναι ότι αποτελεί πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας και δεν επιβαρύνεται ο καταναλωτής ηλεκτρικού ρεύματος. Το ιδανικό είναι ο συνδυασμός του ΝΜ με αποθήκευση ενέργειας (μπαταρίες) που βελτιώνει και την απόδοση του συστήματος αλλά και συμβάλλει στην αποκεντρωμένη παραγωγή οπότε δεν επιβαρύνεται και το δίκτυο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο ΣΕΦ έχει συζητήσει με το ΔΕΔΔΗΕ για την πρόβλεψη χρήσης μπαταριών στο πρόγραμμα του ΝΜ. Βέβαια το κόστος των μπαταριών είναι ακόμα υψηλό αλλά αναμένεται με την αύξηση της παραγωγής τους διεθνώς να μειωθεί στα επόμενα χρόνια.

Οι εκτιμήσεις είναι ότι το πρόγραμμα του ΝΜ στη χαμηλή και στην ΜΤ, εφόσον παραμένουν οι τρέχουσες συνθήκες (κεφαλαιακοί έλεγχοι και έλλειψη ρευστότητας στην αγορά από τις τράπεζες), θα είναι μία μικρή αγορά των μερικών MW ετησίως. Οι προοπτικές είναι μεγάλες εφόσον ομαλοποιηθεί η ρευστότητα στην αγορά, οπότε μπορεί να φτάσει τουλάχιστον στα 50 MW ετησίως. Ο συνδυασμός δε του ΝΜ με την αποθήκευση, την ηλεκτροκίνηση και τα έξυπνα δίκτυα είναι δυνατόν να δημιουργήσει μία βιώσιμη και υγιή αγορά μεγαλύτερη των 50 MW. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη, 2350 άμεσες και έμμεσες νέες θέσεις εργασίας (με βάση υπολογισμούς του ΣΕΦ που βασίζονται σε διεθνείς μελέτες) και 50-60% εγχώρια προστιθέμενη αξία (λαμβάνοντας υπόψη και τη συντήρηση και λειτουργία – O&M).

Όλες οι προβλέψεις είναι ότι τα επόμενα χρόνια οι ΑΠΕ και ιδιαίτερα η ηλιακή ενέργεια θα παίξει ηγετικό ρόλο στην ηλεκτροπαραγωγή σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες που προαναφέραμε. Αυτή η εξέλιξη είτε μας αρέσει είτε όχι δεν μπορεί να εμποδιστεί.

Καλώς ή κακώς η επιστήμη και η τεχνολογία κινείται πάντα γρηγορότερα από την Πολιτική.

* Δρ. Σωτήρης Καπέλλος

Πρόεδρος Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ)

Αλλάζουμε τα δεδομένα στα κτίρια με σύμμαχο τον ήλιο!

Αναλυτικό σχέδιο δράσης για ένα δεκαετές μαζικό πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας σε 1 εκατ. κτίρια, μεταξύ των οποίων δωρεάν ηλιακό ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά, παρουσίασε η Greenpeace.

Αν η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρεται πραγματικά για τα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της χώρας, ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να υιοθετήσει και να παρουσιάσει το σχέδιο αυτό[1] στην κρίσιμη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στο Παρίσι σε λίγες ημέρες.[2]

Το σχέδιο δράσης της Greenpeace λαμβάνει πλήρως υπόψη τη σημερινή οικονομική κατάσταση που έχει οδηγήσει εκατομμύρια νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα όρια της καταστροφής. Προτείνει άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα που εκμεταλλεύονται ήδη διαθέσιμους και υπαρκτούς πόρους,[3] αξιοποιώντας το πραγματικό εθνικό καύσιμο της χώρας: το τεράστιο δυναμικό που διαθέτει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αποδοτικότητα. Το σωρευτικό οικονομικό όφελος για 1 εκατ. νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τη μείωση των ενεργειακών δαπανών ανέρχεται στα 5,7 – 6 δις € σε μία δεκαετία, ενώ δημιουργούνται ετησίως κατά μέσο όρο 29.500 – 35.000 θέσεις εργασίας και οι εκπομπές CO2 της χώρας μειώνονται έως και 10%.

Οφέλη από την επιτυχή υλοποίηση του δεκαετούς προγράμματος

Ετήσια εξοικονόμηση περίπου 1000 € ανά νοικοκυριό από την ενεργειακή αναβάθμιση 700.000 κτιρίων

Κάλυψη έως και 70% των ενεργειακών αναγκών για 300.000 φτωχά νοικοκυριά κάθε έτος χάρη στη δωρεάν εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων

Συνολική εξοικονόμηση 5.7 – 6 δις € σε βάθος δεκαετίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις

Δημιουργία κατά μέσο όρο 30.000 – 35.000 θέσεων εργασίας ετησίως (2016-2025)

Μείωση των ετήσιων εκπομπών CO2 της χώρας έως και κατά 10%

>> Δες το σχετικό infographic εδώ.

«Στις 30 Νοεμβρίου στο Παρίσι, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα έχει στη διάθεσή του 15’ που μπορούν να αλλάξουν για πάντα το μέλλον της χώρας. Η μία του επιλογή θα είναι να κρυφτεί πίσω από τις ευρωπαϊκές θέσεις και να σταθεί σε γενικόλογα ευχολόγια για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών. Η άλλη είναι να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να αξιοποιήσει την ιστορική ευκαιρία και να ανακοινώσει το πιο φιλόδοξο πλέγμα πολιτικών που έχει υλοποιηθεί ποτέ στη χώρα», ανέφερε ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.

«Δεν θα το κάνει επειδή το έκανε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και οι ηγέτες των υπόλοιπων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη. Θα το κάνει επειδή αυτό χρειάζεται πραγματικά η ελληνική κοινωνία και οι επόμενες γενιές».

Η έκθεση της Greenpeace αξιοποίησε την εμπειρία που αποκτήθηκε από την εφαρμογή των μέχρι τώρα προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενεργειακή Απόδοση, επεκτείνοντας ωστόσο τη φιλοδοξία των προτεινόμενων προγραμμάτων ως το 2025. Στα μέτρα περιλαμβάνονται και δύο επεξεργασμένες προτάσεις που αφορούν δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια σε 300.000 φτωχά νοικοκυριά, μέσω εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συστημάτων από τη ΔΕΗ. Αμφότερα τα σενάρια έχουν στόχο την ανακούφιση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω της αξιοποίησης του τεράστιου και ανεξάντλητου ηλιακού δυναμικού της χώρας από τη ΔΕΗ.[4]

Η Greenpeace καλεί την κυβέρνηση:

Να αναδείξει την εξοικονόμηση ενέργειας και τη στροφή της χώρας στην ηλιακή οικονομία ως κυβερνητική επιλογή εθνικής σημασίας και άμεσης προτεραιότητας.

Να ξεκινήσει θέτοντας φιλόδοξο και ρεαλιστικό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας σε 1 εκατ. κτίρια ως το 2025, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται δωρεάν ηλιακή ενέργεια σε 300.000 φτωχά νοικοκυριά.

Να μεταβεί στο Παρίσι παρουσιάζοντας φιλόδοξα κλιματικά μέτρα και πολιτικές που μειώνουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών.

Να ξεκινήσει δημόσιο διάλογο για μία οικονομία χωρίς ορυκτά καύσιμα τις επόμενες δεκαετίες.

Σημειώσεις για συντάκτες

[1] Βρείτε εδώ τη Σύνοψη Έκθεσης. Βρείτε εδώ την Πλήρη Έκθεση.

[2] Με δεδομένη την επείγουσα ανάγκη για μία φιλόδοξη και αποτελεσματική συμφωνία που θα επιφέρει ραγδαίες μειώσεις στις παγκόσμιες εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου – βάσει των επιταγών της επιστήμης – η Διάσκεψη του ΟΗΕ στο Παρίσι για το Κλίμα, που θα πραγματοποιηθεί από 30 Νοεμβρίου έως 11 Δεκεμβρίου, ήδη αναγνωρίζεται από πολλούς ως ιστορική και εξαιρετικά κρίσιμη για το μέλλον του πλανήτη.

[3] Για την χρηματοδότηση του προτεινόμενου δεκαετούς προγράμματος ύψους 11,18-11,67 δις € βραχυπρόθεσμα αξιοποιούνται διαθέσιμοι πόροι, όπως ΕΣΠΑ, πακέτο Juncker και δικαιώματα εκπομπών ρύπων. Τα μέτρα ενισχύονται με την αξιοποίηση ενός πολύ μικρού ανταποδοτικού ποσοστού από τον φόρο ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) αλλά και τη μελλοντική δυνατότητα χορήγησης φορολογικών κινήτρων. Λαμβάνοντας υπόψη ένα ποσοστό δανεισμού έως 40%, οι προτεινόμενες επενδύσεις απαιτούν συμμετοχή 10-30% με ίδια κεφάλαια, ποσοστά απολύτως συμβατά με την πραγματικότητα της αγοράς.

[4] Στο πρώτο σενάριο η ΔΕΗ αξιοποιεί τα δικαιώματα ρύπων προκειμένου να εγκαταστήσει δωρεάν μικρά φωτοβολταϊκά συστήματα (2 kWp) για αυτοπαραγωγή (net-metering) σε φτωχά νοικοκυριά, με όφελος 380 € ετησίως. Στο δεύτερο, αξιοποιεί το μακροπρόθεσμα χαμηλότερο κόστος παραγωγής από φωτοβολταϊκά έναντι του λιγνίτη, προκειμένου να επιστρέψει μέρος του κέρδους ως δωρεάν ενέργεια σε δικαιούχους του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου (ΚΟΤ), με ετήσιο όφελος 1.000 kWh ετησίως, ήτοι 95 €.