Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) καλωσορίζει τη νέα προσπάθεια χάραξης μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής, αν και στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες έπεσαν στο κενό, αποτυγχάνοντας να αφουγκραστούν την πραγματικότητα της ενεργειακής αγοράς και να προβλέψουν επιτυχώς τις εξελίξεις.
Εκτιμώντας λοιπόν την προσπάθεια που καταβλήθηκε, ξεκινάμε από τα θετικά του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Τα θετικά σημεία
1. Όπως αναφέρει το ΕΣΕΚ, “οι εθνικοί στόχοι για την επόμενη δεκαετία, όπως αυτοί διερευνώνται αναλυτικά σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, έως το έτος 2030, είναι ενταγμένοι σε μία φιλόδοξη μακροπρόθεσμη στρατηγική η οποία στοχεύει να ελαχιστοποιήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το έτος Για το λόγο αυτό η διάσταση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου αποτελεί και την πρώτη και σημαντικότερη παράμετρο της δομής του ΕΣΕΚ”.
H θετική αυτή επισήμανση θα πρέπει να αντανακλάται βέβαια σε όλες τις αποφάσεις της διοίκησης, οι οποίες συχνά αντιστρατεύονται τον παραπάνω στόχο και θέτουν αναίτια εμπόδια στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.
2. Στο ΕΣΕΚ διαπιστώνεται η δραστική μείωση του κόστους ορισμένων τεχνολογιών ΑΠΕ και συνομολογείται ότι η ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ (και ειδικότερα των φωτοβολταϊκών και των αιολικών) ικανοποιεί το κριτήριο της απομείωσης της όποιας επιβάρυνσης των καταναλωτών. Πράγματι, σήμερα οι νέοι φωτοβολταϊκοί και αιολικοί σταθμοί αποτελούν τη φθηνότερη ενεργειακή επιλογή, έχοντας αφήσει πίσω τις συμβατικές θερμικές μονάδες.
3. Τίθεται για πρώτη φορά ποσοτικός στόχος για τις Ενεργειακές Κοινότητες (υλοποίηση συμμετοχικών έργων ΑΠΕ άνω των 500 MW μέχρι το έτος 2030).
4. Ο προβλεπόμενος εξηλεκτρισμός διαφόρων χρήσεων (ηλεκτροκίνηση, αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με αντλίες θερμότητας), ως στρατηγικός στόχος πλέον, θα συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδίως των φωτοβολταϊκών. Το ΕΣΕΚ παρουσίασε ένα πιο φιλόδοξο οδικό χάρτη ανάπτυξης της ηλεκτροκίνησης σε σχέση με τον αναιμικό και εξωπραγματικά χαμηλό στόχο που υπήρχε μέχρι σήμερα.
5. Όπως αναφέρει το ΕΣΕΚ, “η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου αναφορικά με τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ με εφαρμογή στο σύνολο της επικράτειας με ξεκάθαρους κανόνες, κριτήρια και περιορισμούς είναι κρίσιμη για την υψηλότερη διείσδυση ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, η συνολική αναμόρφωση του αδειοδοτικού πλαισίου λαμβάνοντας υπόψη το νέο καθεστώς λειτουργικής ενίσχυσης και τις απαιτήσεις της νέας οδηγίας είναι επιτακτική, ενώ πληθώρα διατάξεων δύνανται να προσαρμοστούν στο αναμορφωμένο αδειοδοτικό πλαίσιο”.
Για πρώτη φορά γίνεται σαφής αποδοχή των θεμάτων που η αγορά φωτοβολταϊκών έχει θέσει επιτακτικά και αφορούν στην επικαιροποίηση και απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών και στην επίλυση θεμάτων χωροθέτησης. Στο ΕΣΕΚ δεν γίνεται βέβαια καμία σαφής αναφορά σε συγκεκριμένα μέτρα και ως γνωστόν ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Την επόμενη διετία πάντως το θέμα αυτό αναμένεται να είναι το πλέον φλέγον για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
6. Μία από τις πρόνοιες του ΕΣΕΚ είναι πως “η τελική κατανομή της ισχύος αυτών των έργων σε επίπεδο τεχνολογίας μπορεί να διαφοροποιηθεί έως το έτος 2030. Ως εκ τούτου, περισσότερο από όλα, η απαίτηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στόχος και να επαφίεται στον ανταγωνισμό μεταξύ των τεχνολογιών ΑΠΕ για το ποια έργα και ποια ισχύς τελικά θα συνεισφέρει προς αυτόν τον στόχο”.
Ικανοποιείται ένα αίτημα του ΣΕΦ να είναι ευέλικτο το ΕΣΕΚ ως προς τους τρόπους υλοποίησής του και όχι ένα άτεγκτο κείμενο που δεν προσαρμόζεται στην εκάστοτε πραγματικότητα των αγορών.
7. “Θα συνεχίσει να υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια για τις εγκαταστάσεις μικρής εγκατεστημένης ισχύος όπου και θα εφαρμόζεται η λειτουργική ενίσχυση τύπου σταθερής τιμής. Στο πλαίσιο αυτό ήδη αναπτύσσεται ειδικός μηχανισμός και διαδικασία παρακολούθησης, ώστε να προσαρμόζεται η τιμή αναφοράς της εκάστοτε τεχνολογίας και κατηγορίας σταθμών ΑΠΕ για έργα που ακόμη δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία, ανάλογα και με τις εξελίξεις στο χρηματοδοτικό κόστος, το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας των μονάδων αυτών”.
H ενίσχυση των μονάδων μικρής ισχύος αποτελεί πάγιο αίτημα της αγοράς και απαραίτητο όρο υγιούς ανάπτυξης του κλάδου. Χάρη στις μικρές αυτές εγκαταστάσεις μπορούμε να συντηρήσουμε περισσότερες θέσεις εργασίας και να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ο κλάδος των φωτοβολταϊκών.
Σημεία προς βελτίωση
1. Ενώ το ΕΣΕΚ θέτει ως πρωταρχικό στόχο της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής τη “βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα από το στάδιο της παραγωγής έως την τελική χρήση, προστατεύοντας ταυτόχρονα το περιβάλλον και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής”, εν τέλει δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει στο σύνολό του αυτό τον στόχο.
Οι ποσοτικοί στόχοι που θέτει το ΕΣΕΚ δεν είναι συμβατοί ούτε με τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (βάσει της οποίας θα πρέπει να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα), ούτε καν με τους νέους Κοινοτικούς στόχους (μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 45% ως το 2030).
Είναι λοιπόν σαφές πως θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω προσπάθεια και πιο φιλόδοξοι ποσοτικοί στόχοι για να ικανοποιηθεί και στην πράξη ο υπέρτερος στόχος που είναι η αποτροπή της επικίνδυνης αποσταθεροποίησης του κλίματος της Γης, ενώ οι υπόλοιποι επιμέρους στόχοι (οικονομικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί) θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτή τη διεθνή προτεραιότητα.
2. Παρόλο που αναγνωρίζεται η ανάγκη και η σημασία της αποθήκευσης, καθαρά πολιτικοί λόγοι παραπέμπουν την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης μετά το 2025. Οι πολιτικοί αυτοί λόγοι δεν είναι άλλοι από την ανάγκη να δικαιολογηθεί η λειτουργία λιγνιτικών μονάδων την περίοδο 2020-2040. Η αποθήκευση δεν χρειάζεται απλώς για να μειωθούν μελλοντικά οι τυχόν περικοπές στην εγχεόμενη ενέργεια από ΑΠΕ. Η γρηγορότερη ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης (ως στρατηγική επιλογή) θα καθιστούσε μη απαραίτητη τη συνέχιση της λειτουργίας λιγνιτικών σταθμών και θα έθετε επιπλέον περιορισμούς στη λειτουργία μονάδων φυσικού αερίου ήδη από τα επόμενα χρόνια. Σημειωτέον ότι ο στόχος για το 2030 (700 MW αποθήκευσης) είναι μόλις το 0,24% της εκτιμώμενης παγκόσμιας αγοράς το 2030. Προβλέψεις του Bloomberg New Energy Finance μάλιστα (Νοέμβριος 2018) εκτιμούν πως θα υπάρξει περαιτέρω μείωση κατά 52% του κόστους των συστημάτων αποθήκευσης την περίοδο 2018-2030.
Η εμπροσθοβαρής ανάπτυξη της αποθήκευσης, ήδη πριν το 2020, επιβάλλεται και από άλλους λόγους. Με την έναρξη λειτουργίας των αγορών που προβλέπει το Target Model, οι μονάδες ΑΠΕ θα πρέπει να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τις συμβατικές μονάδες στην χονδρεμπορική αγορά. Η αποθήκευση βοηθά να διευρυνθεί το χρονικό φάσμα εντός του οποίου οι μονάδες ΑΠΕ θα μπορούν να υποβάλουν προσφορές, μειώνοντας το ρίσκο συμμετοχής τους στην αγορά. Σε ότι αφορά τις μικρές μονάδες αποθήκευσης (“πίσω από τον μετρητή”), πέραν της ευελιξίας και ασφάλειας που παρέχουν στον καταναλωτή-αυτοπαραγωγό, βοηθούν και στη διείσδυση των ευφυών κτιρίων και στην ανάπτυξη ευφυών δικτύων, κάτι που αποτελεί τόσο εθνικό όσο και κοινοτικό στόχο.
Στην κατεύθυνση αυτή ο ΣΕΦ υποστηρίζει την επιτάχυνση των όσων αναφέρει και το ίδιο το ΕΣΕΚ, ότι δηλαδή “για τις μονάδες αποθήκευσης, τόσο κεντρικού όσο και αποκεντρωμένου τύπου, απαιτείται η ανάπτυξη ολοκληρωμένου κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου αναφορικά με τη λειτουργία τους στις αγορές ενέργειας και την ένταξή τους στα ηλεκτρικά δίκτυα”.
Εν κατακλείδι
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως ένα καλό Business As Usual σενάριο. Μόνο που είναι Business As Usual, όχι γιατί δεν οδηγεί σε ανάπτυξη των ΑΠΕ σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, αλλά γιατί δεν ακολουθεί, μεταξύ άλλων, τους ρυθμούς των σχετικών αγορών. Κυρίως όμως δεν είναι συμβατό με το στόχο που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα βάσει της οποίας θα πρέπει να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Είναι σαφές ότι, όπως κάθε σχετικό κείμενο, το ΕΣΕΚ είναι προϊόν πολιτικών συμβιβασμών. Εν προκειμένω, η “ανάγκη” να εξυπηρετηθεί η λιγνιτική παραγωγή και να μη καταστούν άμεσα άχρηστες οι κατασκευαζόμενες νέες λιγνιτικές μονάδες, παραπέμπει στις καλένδες την ανάπτυξη της αποθήκευσης, αφήνοντας τη χώρα ουραγό στη νέα ξέφρενη κούρσα που έχει ξεκινήσει διεθνώς.
Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα Business As Usual σενάριο. Χρειαζόμαστε ένα σενάριο οραματικό αλλά τόσο απελπιστικά απαραίτητο. Χρειάζεται να πετύχουμε κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας αποκλειστικά με ΑΠΕ το συντομότερο δυνατόν. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) προειδοποιεί πως θα πρέπει να δράσουμε με τόλμη πριν κλείσει η επόμενη δεκαετία. Μετά, κάθε προσπάθεια θα είναι πολύ πιο επίπονη και ακριβή για να συγκρατήσουμε τη θερμοκρασία του πλανήτη σε ανεκτά όρια.
Τίθενται συνεπώς κάποια κρίσιμα ερωτήματα. Αν τεθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι, θα μπορέσουν αυτοί να υλοποιηθούν; Υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι, ειδικά σε μια οικονομία καθημαγμένη που υπέφερε την τελευταία δεκαετία;
Η απάντηση είναι ευτυχώς καταφατική. Εν μέσω μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, την περίοδο 2010-2017 επενδύθηκαν σχεδόν 7,5 δις € στις ΑΠΕ. Με βάση το ΕΣΕΚ, ένα παραπλήσιο ποσό 8,5 δις € θα απαιτηθεί τα επόμενα 12 χρόνια για να επιτευχθούν οι προτεινόμενοι στόχοι. Προφανώς κάτι τέτοιο είναι απολύτως ρεαλιστικό, ιδίως μάλιστα αν συνυπολογίσει κανείς το ενδιαφέρον που υπάρχει από ξένους επενδυτές για μεγάλα έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Το 2010, με την απλοποίηση των διαδικασιών που επέφερε ο Ν.3851/2010, υπήρξε μια ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδιαίτερα των φωτοβολταϊκών. Αν καταφέραμε να επιταχύνουμε στο παρελθόν, μπορούμε να το κάνουμε και τώρα που οι συνθήκες είναι καλύτερες και πιο ώριμες.
Το πρόβλημα του παρελθόντος εστιαζόταν στο υψηλό κόστος ορισμένων τεχνολογιών, κάτι που πλέον δεν ισχύει (το κόστος επένδυσης σε φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα έπεσε κατά 85% περίπου την τελευταία δεκαετία).
Παρόλα λοιπόν τα προβλήματα του παρελθόντος, αξίζει να εστιάσουμε στα επιτεύγματα πολιτικών που ευνοούν και δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Σήμερα (και παρόλο το πενταετές πάγωμα της αγοράς) τα φωτοβολταϊκά καλύπτουν το 7% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια (τρίτη καλύτερη επίδοση στον κόσμο), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση διεθνώς σε ότι αφορά την κατά κεφαλή εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών. Ταυτόχρονα, την περίοδο αιχμής της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών, ο κλάδος συντηρούσε 58.000 θέσεις εργασίας (άμεσες, έμμεσες και συνεπαγόμενες) ρίχνοντας το ποσοστό ανεργίας στη χώρα κατά μία ολόκληρη μονάδα.
Είναι σαφές πως μια φιλόδοξη και επιθετική πολιτική ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών και των λοιπών ΑΠΕ (όπως και της εξοικονόμησης ενέργειας) θα έχει πολλαπλά οφέλη για το κλίμα, το περιβάλλον, την οικονομία και την απασχόληση. Και όπως πάντα, αυτό είναι ζήτημα βούλησης και γενναίων πολιτικών αποφάσεων.