Σε ότι αφορά τα σχέδια προκήρυξης των διαγωνισμών, τα οποία παρουσίασε η ΡΑΕ, ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών παρατηρεί πως υπάρχουν τρία σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και τα οποία μπορούν να υποσκάψουν την επιτυχή έκβαση των διαγωνισμών. Συγκεκριμένα:
1. Χρονοδιάγραμμα υλοποίησης διαγωνισμών
Δίνεται ελάχιστος χρόνος για την προετοιμασία των επενδυτών και την υποβολή των αιτήσεων (σύμφωνα με το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα από 17/4 έως 23/5). Δεδομένου ότι ένας αριθμός έργων θα πρέπει να λάβει οριστικούς όρους σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή και την ίδια περίοδο να προετοιμάσει το φάκελο της αίτησης και να προσεγγίσει τις τράπεζες για να κανονίσει τα των εγγυητικών επιστολών, φρονούμε πως θα πρέπει να παραταθεί ο χρόνος αυτός κατά μερικές εβδομάδες αν θέλουμε να υπάρχει συμμετοχή.
2. Καθορισμός επιπέδου ανταγωνισμού
Τα σχέδια προκήρυξης των διαγωνισμών προτείνουν το ποσοστό συμμετοχής στους διαγωνισμούς να είναι τουλάχιστον 75% πλέον της δημοπρατούμενης ισχύος. Δεδομένης της εμφανούς έλλειψης ώριμων αδειοδοτικά έργων, πιστεύουμε ότι η πρόταση αυτή είναι ανεδαφική και θα οδηγήσει σε συρρίκνωση το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αλλά και τον ανταγωνισμό, όταν μάλιστα στον πρώτο πιλοτικό διαγωνισμό το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Προτείνουμε λοιπόν, ειδικά για τον πρώτο διαγωνισμό και όσο δεν υπάρχει επαρκής αριθμός ώριμων έργων, το ποσοστό αυτό να είναι σημαντικά μικρότερο του πιλοτικού διαγωνισμού.
3. Ο κανόνας “το μικρό ψάρι τρώει το μεγάλο”
Στο προτεινόμενο σχέδιο αναφέρονται τα εξής:
“Αν δύο προσφορές έχουν ίδια παράμετρο τιμής, τότε «καλύτερη» είναι αυτή, της οποίας ο σταθμός έχει την μικρότερη εγκατεστημένη ισχύ (παράμετρος ποσότητας).
Με τη λήξη της δημοπρασίας, οι προσωρινές δεσμεύσεις γίνονται οριστικές και «κλειδώνουν» στους αντίστοιχους Συμμετέχοντες με βάση την τελική λίστα προτεραιότητας «καλύτερης προσφοράς» (δηλαδή παράμετρος τιμής, παράμετρος ποσότητας και παράμετρος χρόνου). Επισημαίνεται ότι στη διαδικασία των διαδοχικών δεσμεύσεων, αν η εγκατεστημένη ισχύς μίας προσφοράς είναι μεγαλύτερη από την εναπομείνασα ποσότητα, (είτε στη διάρκεια της δημοπρασίας με τις προσωρινές δεσμεύσεις, είτε στο κλείσιμο με την οριστικοποίηση) η προσφορά δεν εξυπηρετείται καθόλου και το σύστημα προχωρά στην επόμενη προσφορά προς εξυπηρέτηση”.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη υπουργική απόφαση (22/3/2018) η οποία αναφέρει τα εξής:
“Στην περίπτωση που η δημοπρατούμενη ισχύς μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας δεν καλύπτεται, είναι δυνατή η υπερκάλυψη αυτής με την επιλογή του αμέσως επόμενου, στη σειρά κατάταξης με βάση την τιμή προσφοράς στην ανταγωνιστική διαδικασία, σταθμού ή συγκροτήματος σταθμών”.
Όλα τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με τον διακηρυγμένο στόχο της ΡΑΕ “να γίνει στο μέγιστο βαθμό εμπροσθοβαρώς ο επιμερισμός της ισχύος με βέλτιστο τρόπο”.
Επιπλέον, και τα τρία σημεία που περιέχονται στο σχέδιο προκήρυξης και επισημαίνουμε παραπάνω, θέτουν εν κινδύνω την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η Πολιτεία για συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό τουλάχιστον 40% ως το 2020 (αρθ. 1, Ν. 3851/2010). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στα τέλη του 2016 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία), οι ΑΠΕ κάλυπταν το 23,72% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, με άλλα λόγια δεν έχουμε την πολυτέλεια να θέτουμε αναίτια εμπόδια στην υλοποίηση νέων έργων ΑΠΕ, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος νόμος προβλέπει πως “η προστασία του κλίματος, μέσω της προώθησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε., αποτελεί περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα υψίστης σημασίας για τη χώρα”. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τη ΡΑΕ που είναι ο θεματοφύλακας αυτών των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων της χώρας. Και φυσικά, δεν μπορεί κάποιοι αυθαίρετοι κανόνες (όπως είναι π.χ. το ποσοστό ανταγωνισμού) να υπερτερούν των νόμων και της βούλησης της Πολιτείας.