Όπισθεν ολοταχώς!
του Στέλιου Ψωμά*
“Η αλλαγή είναι τόσο αναπόφευκτη όσο και ο χρόνος, κι όμως τίποτα δεν συναντά μεγαλύτερη αντίσταση”
Benjamin Disraeli
Το timing είναι το παν! Εκτός αν είσαι τελείως εκτός τόπου και χρόνου. Γιατί πώς αλλιώς εξηγείται η εμμονή της ΔΕΗ να εξαιρεθεί από την υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών που ισχύει σε κοινοτικό επίπεδο, εντείνοντας μάλιστα τη σχετική επιχειρηματολογία της λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η διεθνής Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι (COP21);
Συγκρατήστε απλώς δύο σημαντικά στοιχεία. Με τις σημερινές πολιτικές, η ανθρωπότητα χάνει τη μάχη για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Οι σχετικές μελέτες δείχνουν πως οδηγούμαστε σε μια άνοδο της μέσης θερμοκρασίας κατά 2,7 βαθμούς ως το τέλος του αιώνα, όταν το όριο “ασφαλείας” που έχει τεθεί είναι οι 2 βαθμοί. Χρειαζόμαστε συνεπώς περισσότερα μέτρα, όχι χαλάρωση των υπαρχόντων. Το δεύτερο στοιχείο έχει σχεδόν ιστορικές διαστάσεις. Μετά από σθεναρή αντίσταση δύο περίπου δεκαετιών, οι δύο μεγαλύτεροι ρυπαντές του πλανήτη, η Κίνα και οι ΗΠΑ, συμφώνησαν επιτέλους να λάβουν δεσμευτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής απειλής. Ανεπαρκή μεν, όμως μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Την ίδια ώρα και σε πείσμα των διεθνών εξελίξεων, η ΔΕΗ ζητά να παρασχεθούν στην Ελλάδα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών στην ηλεκτροπαραγωγή. Επικαλείται μάλιστα το γεγονός ότι, με βάση την κοινοτική νομοθεσία, προβλέπεται η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών στην ηλεκτροπαραγωγή για τα κράτη με κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο από το 60% του μέσου όρου της Ε.Ε., με έτος αναφοράς το 2013. Σημειώνεται ότι υπάρχουν δέκα (10) χώρες που πληρούν το παραπάνω κριτήριο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2013 (π.χ. Πολωνία, Βουλγαρία κ.ά.). Η Ελλάδα ξεπερνά το κριτήριο για το 2013 (62%), αλλά το πληροί για το 2014 (59,7%). Επειδή, παρά την κρίση, η Ελλάδα δεν πληροί με βάση τους κανονισμούς το κοινοτικό κριτήριο (έτος αναφορά το 2013), η ΔΕΗ ζητά να αλλάξει η κοινοτική νομοθεσία και να περιλάβει και τη χώρα μας.
Η επίκληση των δωρεάν δικαιωμάτων (παρά την εντεινόμενη κλιματική αλλαγή την οποία η ΔΕΗ συνεχίζει να αγνοεί προκλητικά) γίνεται στο όνομα της διατήρησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα, της προσέλκυσης νέων επενδύσεων και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Όλα τα παραπάνω όμως μπορούν να επιτευχθούν χωρίς να καταφύγουμε σε μια επιστροφή στο παρελθόν, τότε που η κλιματική αλλαγή δεν ήταν η υπαρκτή απειλή που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά δεν ήταν καν θέμα στο δημόσιο διάλογο. Γιατί οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να πέσουν αν σταματήσουμε να επιδοτούμε προκλητικά τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα (μόνο για την επιδότηση των πετρελαϊκών σταθμών στα νησιά οι καταναλωτές πληρώνουν ετησίως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ μέσω ΥΚΩ, οι σταθμοί φυσικού αερίου δεν είναι βιώσιμοι αν αποζημιώνονται απλώς με την τιμή χονδρεμπορικής και δεν λαμβάνουν επιπλέον ενισχύσεις, ενώ η ΔΕΗ συνεχίζει να μη πληρώνει δικαιώματα χρήσης –royalties- για τον λιγνίτη που χρησιμοποιεί) ή και αν μειωθούν απλώς κάποιοι μη ανταποδοτικοί φόροι στα καύσιμα (βλέπε περίπτωση ΕΦΚ) που καταλήγουν στη μαύρη τρύπα των κρατικών ταμείων.
Αντ’ αυτών, η ΔΕΗ σχεδιάζει νέους λιγνιτικούς και πετρελαϊκούς σταθμούς, ενώ οι επιδόσεις της στις ΑΠΕ είναι τραγικές (η ΔΕΗ ελέγχει μόλις το 3% της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών στα οποία έχει το μονοπώλιο). Δεδομένου ότι το κόστος των ΑΠΕ έχει πλέον πέσει δραστικά τα τελευταία χρόνια, περισσότερες νέες ΑΠΕ σημαίνουν μικρότερη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και μικρότερο κόστος για τον καταναλωτή, όπως δείχνει η πραγματικότητα σε όλες τις χώρες περιλαμβανομένης της Ελλάδας (η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας θα ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερη κατά 3,38 €/MWh την περίοδο 2013-2014 αν δεν είχαν εγκατασταθεί φωτοβολταϊκά την περίοδο αυτή, όπως κατέδειξε σχετική μελέτη του ΑΠΘ).
Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, καλή είναι η επίκληση της πρόσβασης σε φθηνή ενέργεια, αλλά, ως γνωστόν, η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο απ’ αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης (Δεκ. 2014), την περίοδο 2007-2012 δεν επιτεύχθηκε καμία βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του βιομηχανικού τομέα! Κι όμως ήταν μια περίοδος που και κοινοτικά κονδύλια υπήρχαν διαθέσιμα και η κρίση δεν είχε ακόμη αγγίξει το ζενίθ της. Απλώς, η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δεν ήταν προτεραιότητα. Σήμερα που τα πράγματα ζόρισαν, όλοι επικαλούνται την ανάγκη της φθηνής ενέργειας. Η φθηνότερη ενέργεια όμως είναι αυτή που δεν καταναλώνεται. Αυτό σημαίνει βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Όπως μάλιστα αναφέρουν επτά ευρωπαίοι υπουργοί Ενέργειας και Περιβάλλοντος σε κοινή τους ανακοίνωση στις 23/2/2015 (ναι, και πάλι απουσίαζε η Ελλάδα), “υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, και η τιμή της ενέργειας και ιδιαίτερα τα δικαιώματα εκπομπών, έχουν πολύ μικρή συνεισφορά”.
* Ο Στέλιος Ψωμάς είναι Σύμβουλος σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος