Οι θέσεις του ΣΕΦ επί της Πρότασης του ΥΠΕΝ για την Απλοποίηση της Αδειοδοτικής Διαδικασίας των ΑΠΕ

Η πρόταση του ΥΠΕΝ για την απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ περιλαμβάνει αρκετά θετικά σημεία τα οποία επικροτούμε. Επιγραμματικά, τα σημεία αυτά είναι:

  • Η δημιουργία ενός σημείου επαφής για τους επενδυτές με πλήρη ψηφιοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας (ΠΣΑΠΕ).
  • Ο περιορισμός των απαιτούμενων δικαιολογητικών σε κάθε στάδιο της αδειοδοτικής διαδικασίας.
  • Η υποβολή Εγγυητικής Επιστολής κατά την αίτηση για Οριστική Προσφορά Σύνδεσης (για όλα τα έργα).
  • Η κατάργηση του σταδίου των προσωρινών όρων σύνδεσης.
  • Ο έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από ανεξάρτητο εξωτερικό δικηγόρο για ιδιωτικές εκτάσεις.
  • Η διαδικασία Απλής Κοινοποίησης για σύνδεση σταθμών μικρής ισχύος στο δίκτυο.

Θα θέλαμε να επισημάνουμε ωστόσο μερικά σημεία που χρήζουν προσοχής και θα μπορούσαν να βελτιώσουν περαιτέρω το θεσμικό πλαίσιο.

Οριστική Προσφορά Σύνδεσης και υποβολή Εγγυητικής Επιστολής

Η υποχρέωση προσκόμισης της εγγυητικής επιστολής κατά την αίτηση για Οριστική Προσφορά Σύνδεσης (για όλα τα έργα) θα πρέπει να έχει αναδρομικό χαρακτήρα για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα δεδομένου του μεγάλου όγκου συσσωρευμένων αιτήσεων. Θα πρέπει δηλαδή να καταλαμβάνει και όλα τα αιτήματα τα οποία έχουν παραληφθεί από τους Διαχειριστές και για τα οποία δεν έχει εκδοθεί δεσμευτική προσφορά σύνδεσης. Η εγγυητική επιστολή θα πρέπει να προσκομιστεί στον Διαχειριστή το αργότερο τέσσερις (4) μήνες από τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης, εκτός και αν εκδοθεί στο μεταξύ δεσμευτική προσφορά σύνδεσης, οπότε αυτή πρέπει να προσκομιστεί εντός 2 μηνών από την εν λόγω δεσμευτική προφορά. Σε περίπτωση μη προσκόμισης της εγγυητικής επιστολής εντός των προθεσμιών αυτών, η αίτηση σύνδεσης τίθεται στο αρχείο, τυχόν εκδοθείσα δεσμευτική προσφορά σύνδεσης ακυρώνεται και ενημερώνεται η ΡΑΕ, ώστε να προβεί στην ανάκληση της Βεβαίωσης Παραγωγού (εφόσον πρόκειται για έργο που υποχρεούται στη λήψη Βεβαίωσης Παραγωγού).

Θεωρούμε πως για την έκδοση δεσμευτικής προσφοράς σύνδεσης δεν θα έπρεπε να απαιτείται η προσκόμιση απόφασης ΕΠΟ, ΠΠΔ ή απαλλαγής, όπως ισχύει κατά περίπτωση, και πως κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε σημαντικά το “ξεσκαρτάρισμα” των αιτήσεων. Αντιστοίχως, η  αρμόδια περιβαλλοντική αδειοδοτική αρχή δεν θα πρέπει να εκκινεί τη διαδικασία αξιολόγησης της ΜΠΕ ή των ΠΠΔ (όπως ισχύει κατά περίπτωση), εφόσον δεν συνυποβάλλεται βεβαίωση παραλαβής της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής από τον αρμόδιο Διαχειριστή. Αναλυτικές προτάσεις επ’ αυτού αποστείλαμε στη Γενική Γραμματεία Ενέργειας του ΥΠΕΝ στις 20-4-2021.

Έργα τα οποία υποβάλλουν από κοινού αίτημα προς τον αρμόδιο Διαχειριστή, για έκδοση όρων σύνδεσης, με την κατασκευή κοινών έργων αναβάθμισης του Δικτύου ή του Συστήματος, σύμφωνα με το άρθρο του Ν.4685/2020, θα πρέπει να εμπίπτουν στην υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με βάση την αθροιστική ισχύ τους, και οφείλουν να υποβάλουν κοινή Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων κοινών έργων σύνδεσης (κατασκευή νέου υποσταθμού κλπ.). Επειδή τα έργα αυτά καταλαμβάνουν αθροιστικά ενιαίες ή γειτονικές εκτάσεις σημαντικού μεγέθους, δεν μπορούν να εξαιρούνται από περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού οι τυχόν επιπτώσεις τους στο περιβάλλον είναι ισοδύναμες με αυτές από τα ενιαία έργα ιδίου μεγέθους. Τα μεμονωμένα έργα τα οποία εξαιρούνται από περιβαλλοντική αδειοδότηση διατηρούν την εξαίρεση, αφού οι επιπτώσεις τους είναι αμελητέες.

Με τις εν λόγω ρυθμίσεις επιτυγχάνεται η ορθολογικοποίηση στη διαδικασία δέσμευσης ηλεκτρικού χώρου, με την εμπροσθοβαρή  “δέσμευση” του επενδυτή για την ανάπτυξη και υλοποίηση του σχετικού έργου ΑΠΕ. Η ρύθμιση επιτρέπει, επίσης, την άμεση απελευθέρωση πολυγώνων εγκατάστασης και την αποσυμφόρηση των περιβαλλοντικών αρχών από αιτήματα ΜΠΕ και ΠΠΔ, τα οποία αφορούν έργα κατόχων Βεβαίωσης Παραγωγού που δεν δύνανται ή δεν επιθυμούν να δεσμευτούν για την υλοποίησή τους (λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, αδυναμίας εξασφάλισης του δικαιώματος χρήσης της γης κλπ.). Τέλος, αποκαθίσταται η τάξη αναφορικά με την εξαίρεση από την περιβαλλοντική αδειοδότηση, συστάδων μικρών έργων, τα οποία επιδιώκουν να προβούν σε εκτεταμένα, κοινά έργα σύνδεσης (κατασκευή νέων υποσταθμών κλπ.), με τις συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την υλοποίηση του “όλου” έργου.

Κατάργηση κάθε προτεραιότητας στην Προσφορά Όρων Σύνδεσης

Ενώ η υπουργική απόφαση Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΑΠΕΕΚ/28857/1083, ΦΕΚ940Β/20.03.2020 (όπως τροποποιήθηκε με την ΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΑΠΕΕΚ/123370/4527, ΦΕΚ Β’ 5693/23.12.2020) προσπάθησε να βάλει μία τάξη στο προηγούμενο καθεστώς που ευνοούσε συγκεκριμένες κατηγορίες έργων (π.χ. Ενεργειακές  Κοινότητες) με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση της νομοθεσίας, στην πράξη, δημιούργησε νέες στρεβλώσεις αδικώντας την πλειονότητα των έργων και κυρίως έργων μεγάλης κλίμακας που μπορούν να εγγυηθούν χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, αφού τα έργα αυτά υπάγονται στην πλειονότητά τους στην τελευταία κατηγορία προτεραιότητας (Ομάδα Ε) και χάνουν τη σειρά τους κάθε φορά που προκύπτει έργο υψηλότερης προτεραιότητας ακόμη κι αν το τελευταίο κατέθεσε την αίτηση μεταγενέστερα.

Ακόμη και η προσπάθεια διευκόλυνσης μικρών επενδύσεων με τη δυνατότητα κοινής διασύνδεσης σε υποσταθμό ΥΤ/ΜΤ έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις, αφού λόγω προτεραιότητας αφήνει εκτός νυμφώνος μεγαλύτερες επενδύσεις δεδομένου ότι και τα δίκτυα υψηλής τάσης έχουν πεπερασμένη χωρητικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή εκκρεμούν προς εξέταση από τον ΑΔΜΗΕ 60-70 αιτήσεις ομαδοποιημένων έργων (πολλές χιλιάδες μικρών έργων δηλαδή) οι οποίες πρέπει να ελεγχθούν ως προς την πληρότητα και νομιμότητά τους (συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτησιακών των Ενεργειακών Κοινοτήτων). Αυτό δεν είναι τεχνικό ζήτημα και ο ΑΔΜΗΕ θα μπορούσε να το έχει αναθέσει σε κάποιο τεχνικό ή νομικό γραφείο και οι υπηρεσίες του να εξετάσουν τα καθαρά τεχνικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, το θέμα αυτό προβάλλεται ως η κύρια δικαιολογία για τη μη έκδοση Προσφορών Σύνδεσης εδώ και πολλούς μήνες.

Στο παρελθόν ο Σύνδεσμός μας είχε υποστηρίξει πως προτεραιότητα δικαιολογείται μόνο για τα συστήματα αυτοπαραγωγής και όλες οι άλλες επενδύσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα και οι προσφορές να δίνονται με βάση το χρόνο κατάθεσης της αίτησης. Πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει άμεσα, με αναδρομικό μάλιστα χαρακτήρα, για να αρθούν πολλές από τις στρεβλώσεις που έχουν προκύψει.

Κατάργηση της Άδειας Εγκατάστασης

Όπως συνοπτικά αναφέρει σε σχετική έκθεσή του (2014) ο ΟΟΣΑ: “Όπως διαπιστώνεται μέσω των μεμονωμένων βημάτων της διαδικασίας και της απαιτούμενης τεκμηρίωσης για την έκδοση της άδειας εγκατάστασης, πρόκειται για μια άδεια απεριόριστης εφαρμογής με τη μορφή μιας λίστας ελέγχου που κυρίως πιστοποιεί την κατάλληλη έγκριση από όλες τις αρμόδιες αρχές. Έτσι, η άδεια αυτή θεωρείται άνευ αντικειμένου και συνιστάται να καταργηθεί εξ ολοκλήρου”.

Όπως διαπιστώνει και ο οργανισμός, το σύνολο των απαιτούμενων πληροφοριών που υποβάλλονται με τις διάφορες αιτήσεις βρίσκεται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών ήδη από τα στάδια της έκδοσης Βεβαίωσης Παραγωγού, προσφοράς όρων σύνδεσης και της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Τα μόνα επιπλέον παραστατικά που απαιτούνται είναι αυτά της πληρωμής παραβόλων, τελών, κρατήσεων και φόρων.

Ο έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που προβλέπει σήμερα η Άδεια Εγκατάστασης, για μεν τις ιδιωτικές εκτάσεις θα γίνεται από ανεξάρτητο εξωτερικό δικηγόρο (όπως προβλέπει η πρόταση του ΥΠΕΝ), για δε τις δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις (που είναι και λιγότερες σε αριθμό) από τους Διαχειριστές.

Σε ότι αφορά τους όρους που θέτει η Άδεια Εγκατάστασης, αυτοί επαναλαμβάνουν όσα ήδη προβλέπουν η Βεβαίωση Παραγωγού, η Σύμβαση Σύνδεσης, η ΑΕΠΟ/ΠΠΔ, η Σύμβαση Πώλησης και η οικοδομική άδεια ή η έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας.

Κατάργηση της Άδειας Λειτουργίας

Στόχος της άδειας λειτουργίας είναι κυρίως να επιβεβαιώνει ότι η ανέγερση της μονάδας έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την τεχνική περιγραφή του επενδυτή και τους όρους ή/και περιορισμούς που τίθενται από τις αρχές και τη νομοθεσία, καθώς και ότι η δοκιμαστική φάση έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς. Συνεπώς, η κύρια επίδραση που είχε μέχρι πρόσφατα η άδεια λειτουργίας ήταν να καθυστερεί την πραγματοποίηση της οικονομικής συναλλαγής έως την ολοκλήρωση των επιθεωρήσεων, καθώς οι οικονομικές συναλλαγές (τιμολόγηση) επιτρέπονταν μόνο μετά από την έκδοση της άδειας λειτουργίας.

Η διαδικασία αυτή έχει εν τω μεταξύ τροποποιηθεί, καθώς οι Τιμές Αναφοράς (Τ.Α.) που ισχύουν για σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, καθορίζονται πλέον όχι με βάση την ημερομηνία θέσης του σταθμού σε λειτουργία (κανονική ή δοκιμαστική), αλλά με βάση την ημερομηνία υποβολής της Δήλωσης Ετοιμότητας των εργασιών εγκατάστασης του σταθμού προς τον αρμόδιο Διαχειριστή (άρθρο 20 Ν.4736Α’/2020).

Ο νόμος αυτός προβλέπει επίσης δήλωση μηχανικού κατάλληλης ειδικότητας, η οποία συνοδεύεται από σχετική έκθεση αυτοψίας. Με τη δήλωση βεβαιώνεται ότι έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες εγκατάστασης του έργου. Η έκθεση αυτοψίας περιλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα της αυτοψίας, τα βασικά στοιχεία του εξοπλισμού (ιδίως τον αριθμό και τύπο μονάδων παραγωγής) που ελέγχθηκαν και καταγράφηκαν, και συνοδεύεται ιδίως από φωτογραφική τεκμηρίωση, η οποία περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τη γενική άποψη του σταθμού και τον οικίσκο/υποσταθμό όπου υπάρχει. Τόσο η έκθεση αυτοψίας, όσο και η δήλωση ότι πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, επέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης και ο μηχανικός φέρει κάθε ευθύνη για την ακρίβεια και αλήθεια όσων βεβαιώνει. Ο αρμόδιος Διαχειριστής διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου της ακρίβειας τόσο της πλήρωσης των ως άνω προϋποθέσεων, όσο και του περιεχομένου της συνταχθείσας έκθεσης και υποχρεούται να ελέγχει δειγματοληπτικά εκθέσεις αυτοψίας, οι οποίες αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 20% των έργων που αφορούν οι υπό έλεγχο εκθέσεις και σε κάθε περίπτωση εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή τους. Ο αρμόδιος Διαχειριστής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, εκδίδει τη Βεβαίωση Ολοκλήρωσης, από την οποία προκύπτει και η ημερομηνία υποβολής της Δήλωσης Ετοιμότητας. Η Βεβαίωση Ολοκλήρωσης, γνωστοποιείται στον ΔΑΠΕΕΠ ή στον ΔΕΔΔΗΕ με την ιδιότητά του ως Διαχειριστή ΜΔΝ και κοινοποιείται στη ΡΑΕ. Σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί από τον αρμόδιο Διαχειριστή ψευδής δήλωση περί ολοκλήρωσης των εργασιών, η Τ.Α. καθορίζεται με βάση την ημερομηνία θέσης του σταθμού σε λειτουργία (κανονική ή δοκιμαστική) μειωμένη κατά 5%, η Βεβαίωση Ολοκλήρωσης ανακαλείται και ενημερώνεται σχετικά ο ΔΑΠΕΕΠ ή ο ΔΕΔΔΗΕ με την ιδιότητά του ως Διαχειριστή ΜΔΝ.

Η διαδικασία αυτή του Ν.4736Α’/2020 (Δήλωση Ετοιμότητας και Βεβαίωση Ολοκλήρωσης) καθιστά πλέον μη αναγκαία την έκδοση Άδειας Λειτουργίας η οποία και θα πρέπει να καταργηθεί.

Απλή κοινοποίηση στον Διαχειριστή για συστήματα έως 50 kW

Αξιοποιώντας τα περιθώρια που δίνει τo άρθρο 17 της Κοινοτικής Οδηγίας για τις ΑΠΕ (2018/2001), προτείνουμε να προβλεφθεί διαδικασία απλής κοινοποίησης για εγκαταστάσεις ή συγκεντρωτικές μονάδες παραγωγής με δυναμικότητα ηλεκτροπαραγωγής έως 50 kW.

Ρυθμίσεις για δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις

Mε το Ν.3377/2005 προστέθηκε στην παρ. 2 του άρθρου 58 του Ν.998/1979 η παρακάτω πρόβλεψη:

“Εγκρίσεις επέμβασης σε δασικές εκτάσεις ή δάση κατά το άρθρο 58 του Ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α), όπως ισχύει, ή παραχωρήσεις δημοσίων δασικών εκτάσεων κατά το άρθρο 13 του Ν. 1734/1987 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύει, που έχουν εκδοθεί από το Ελληνικό Δημόσιο υπέρ ηλεκτροπαραγωγών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, παραμένουν έγκυρες και ισχυρές και μετά την τυχόν δικαστική ή διοικητική αναγνώριση τρίτου προσώπου ως ιδιοκτήτη των εκτάσεων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, ο αναγνωριζόμενος ιδιοκτήτης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του Δημοσίου, ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αυτού για το αντάλλαγμα χρήσης ή το τίμημα παραχώρησης.”

Δυστυχώς, η παραπάνω διάταξη αφαιρέθηκε με τον 4280/2014.

Σημειωτέον, ότι κάτι αντίστοιχο με αυτό που ζητάμε να επανέλθει ως πρόβλεψη, ισχύει ήδη σήμερα για τα Λατομεία-Λατομικές εκμεταλλεύσεις (παρ. 5 του άρθρου 44 του Ν. 4512/2018)  και συνεπώς θα έπρεπε οι ΑΠΕ να αντιμετωπίζονται ισότιμα.

Το θέμα της εγκατάστασης σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ σε εκτάσεις που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, έχει απασχολήσει συχνά τις αρμόδιες αδειοδοτικές αρχές αλλά και τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας.

Η πιο πρόσφατη πάντως νομολογία (του Ε’ τμήματος του ΣτΕ υπ. αριθ.  2579/2018), ξεκαθαρίζει πως θεωρούνται ως νόμιμες οι επεμβάσεις σε δασική ή αναδασωτέα έκταση για τη διασφάλιση της επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και κυρίως την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και συνεπώς επιτρέπεται η εγκατάσταση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις μετά από σχετική έγκριση επέμβασης. Επισημαίνεται δε ότι η έγκριση επέμβασης δεν συνεπάγεται μεταβολή του νομικού χαρακτήρα της αναδασωτέας έκτασης, αλλά μόνο προσωρινή δυνατότητα επέμβασης για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας, με την υποχρέωση αποκατάστασης του δασικού χαρακτήρα της έκτασης μετά την παύση λειτουργίας της δραστηριότητας, διατηρουμένου του προστατευτικού χαρακτήρα της αναδάσωσης.

Με βάση αυτή την απόφαση του ΣτΕ, θα πρέπει να υπάρξει είτε νομοθετική ρύθμιση ή/και διευκρίνιση προς τις αρμόδιες αρχές οι οποίες μέχρι σήμερα είναι αρνητικές στην εγκατάσταση ΑΠΕ σε αναδασωτέες εκτάσεις ή και εκτάσεις που πληρούν τις προδιαγραφές για να κηρυχθούν αναδασωτέες, ακόμη κι αν επιτρεπόταν εκεί η εγκατάσταση ΑΠΕ προ της κήρυξής τους ως αναδασωτέες.